ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ* ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΕΛΠΙΝΙΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗ**
Ας αρχίσουμε με την αξίωση ότι τα σχολεία αποτελούν κοινότητες και όχι απλά συστήματα. Ως εκ τούτου, τα σχολεία ως κοινότητες δε λειτουργούν μονοδιάστατα με μοναδικό στόχο την εφαρμογή των Αναλυτικών Προγραμμάτων του ΥΠΠΑΝ αλλά σχηματίζουν αναπόφευκτα ένα σχολικό κλίμα και μια σχολική κουλτούρα και με τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν αναπτύσσει την πολυδιάστατη δράση του, τόσο όσο αφορά στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, όσο και σε ότι αφορά στο παραπρόγραμμα, δηλαδή σε όλες τις δράσεις και εκδηλώσεις που δεν εμπίπτουν στο Επίσημο Αναλυτικό Πρόγραμμα του ΥΠΠΑΝ.
Ως κλίμα θεωρείται η ατμόσφαιρα του σχολείου και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η σχολική κουλτούρα, μια πιο ευρεία έννοια, αφορά στην ταυτότητα, στις νόρμες, στις αξίες και στο όραμα του σχολείου· στο τι πραγματικά συμβαίνει και ποιο νόημα δίνεται σε συμπεριφορές, δραστηριότητες και γεγονότα. Το σχολικό κλίμα και η σχολική κουλτούρα είναι ιδιαίτερα σημαντικά καθώς επηρεάζουν τη ψυχική διάθεση και την παραγωγικότητα των εκπαιδευτικών, όπως επίσης, τη σφαιρική δράση που διεξάγεται στο σχολείο. Κατά συνέπεια, η επιρροή του σχολικού κλίματος και της σχολικής κουλτούρας είναι καταλυτική και στη συναισθηματική κατάσταση των παιδιών, στο αίσθημα της οικειότητας και της ασφάλειας που εισπράττουν στο σχολείο τους. Επιπρόσθετα, ένα θετικό κλίμα και μια ώριμη μέσα από τον χρόνο σχολική κουλτούρα εισπράττεται και από τους ίδιους τους γονείς, οι οποίοι γνωρίζοντας τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου, το εμπιστεύονται και αισθάνονται με τη σειρά τους βεβαιότητα και ασφάλεια.
Σε περίπτωση που υφίσταται η ανάγκη βελτίωσης του σχολικού κλίματος και της σχολικής κουλτούρας καίριο ρόλο κατέχει η ηγετική ομάδα αλλά και η ενεργή εμπλοκή του προσωπικού. Το ανθρώπινο δυναμικό στο σύνολό του χρειάζεται να διερευνήσει και να αξιολογήσει την υπάρχουσα κατάσταση και να προβεί στον σχεδιασμό ενός πλάνου δράσης. Αμφότερες η διαδικασία της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και η επανάδραση είναι διαδικασίες μακροχρόνιες που απαιτούν συστηματικότητα και συνέχεια.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσπάθεια αλλαγής και βελτίωσης ενός σχολείου είναι μια πολύπλευρη, μακροπρόθεσμη πορεία, στην οποία εκ των ων ουκ άνευ κρίνονται η ανάπτυξη της συναδελφικότητας, της επικοινωνίας και ισχυρών δεσμών συνεργασίας μεταξύ του προσωπικού, όπως επίσης, και η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Οι συχνές αλλαγές στη σύνθεση του προσωπικού ένεκα των κανονισμών των μεταθέσεων των εκπαιδευτικών τερματίζουν ή επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις στην προσπάθεια αλλαγής και βελτίωσης του σχολείου. Δυστυχώς, στη Δημοτική Εκπαίδευση, οι κανονισμοί μεταθέσεων προνοούν οι εκπαιδευτικοί να είναι υπό μετάθεση στα τρία πρώτα χρόνια σε ένα σχολείο ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν το επιθυμούν, γεγονός που δημιουργεί μεγάλες αλλαγές και προβλήματα στα σχολεία.
Εκεί και όπου το σχολείο έχει επιτύχει να διατηρεί ένα καλό σχολικό κλίμα και θετική σχολική κουλτούρα, η σταθερότητα του προσωπικού επιβάλλεται να υπάρχει καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις το σχολείο ανθίζει, η παραγωγικότητα επέρχεται αβίαστα και παρατηρείται συμμετοχή σε Παγκύπρια, Ευρωπαϊκά και Διεθνή προγράμματα, τα οποία επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις, ολοκληρώνονται σε βάθος χρόνου. Πέρα από αυτά, η σταθερότητα του προσωπικού κρίνεται απαραίτητη στη γνωριμία και στην ανάπτυξη σχέσεων με τους μαθητές, τους γονείς, την τοπική κοινότητα και όλα τα άτομα ή σύνολα με τα οποία συνεργάζεται το σχολείο.
Όπως αναφέρει ο Χρίστος Θεοφιλίδης, στο βιβλίο του «Ορθολογιστική Οργάνωση και Διοίκηση Σχολείου), μεταξύ άλλων, αρκετά γνωρίσματα του αποτελεσματικού σχολείου συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη σταθερότητα του προσωπικού. Πιο συγκεκριμένα παραθέτει ως γνωρίσματα ενός αποτελεσματικού σχολείου τα εξής:
Φαίνεται ότι η σταθερότητα του προσωπικού συνδέεται άρρηκτα με το καλό σχολικό κλίμα και τη θετική σχολική κουλτούρα και αλυσιδωτά επηρεάζει όλες τις πτυχές της δράσης και της λειτουργίας του σχολείου. Adhoc, κρίνεται επιβεβλημένη η ανάγκη άμεσης αλλαγής των κανονισμών μετάθεσης των εκπαιδευτικών που προνοούν συχνές και αχρείαστες μεταθέσεις εκπαιδευτικών και δρουν ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη μιας μακροχρόνιας σχολικής πολιτικής και κουλτούρας. Η ανάπτυξη ενός διαλόγου μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών που θα διαμείβεται τα σχετικά θέματα και θα καθορίζει σε ποιες περιπτώσεις δικαιολογείται η μετάθεση εκπαιδευτικών πριν την ολοκλήρωση ενός πενταετούς ή εξαετούς κύκλου σε ένα σχολείο θα δώσει λύσεις, οι οποίες θα είναι προς όφελος και μόνο των σχολείων, των παιδιών, των εκπαιδευτικών και της παιδείας γενικότερα.
*Γενικός αντιπρόσωπος ΠΟΕΔ , Αντιπρόεδρος Α.Κί.ΔΑ
**Γραμματέας ΠΟΕΔ Λάρνακας, Πρόεδρος Α.Κί.ΔΑ Λάρνακας
Μια ιδιαίτερη σχολική χρονιά, η πρώτη που εξελίχθηκε ολόκληρη σε συνθήκες πανδημίας και απαιτητικών υγειονομικών πρωτοκόλλων, έχει ολοκληρωθεί. Με το κλείσιμο των σχολείων ξεκινά ένας αγώνας προετοιμασίας και στελέχωσης για την επόμενη σχολική χρονιά από την Επίσημη Πλευρά, με στόχο να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος και ο Σεπτέμβρης να τους βρει καθόλα έτοιμους για την επαναλειτουργία των σχολείων.
Η σχολική χρονιά 2021-22 θα είναι η δεύτερη χρονιά κατά την οποία η αύξηση της ηλικίας εισδοχής στην Α’ Δημοτικού θα επηρεάσει τους αριθμούς των μαθητών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΠΑΝ, το 2021-22 θα φοιτήσουν στα δημοτικά 1,722 μαθητές λιγότεροι, γεγονός που μειώνει τον αριθμό των τμημάτων κατά 74 και τις ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό κατά περίπου 90. Μια λογική εξέλιξη η οποία λίγο πολύ ήταν αναμενόμενη το 2017 όταν η ΠΟΕΔ συμφωνούσε και συναινούσε στην εν λόγω μεταρρύθμιση, η οποία αποτελούσε και πάγιο αίτημά της. Μήπως η ΠΟΕΔ δεν γνώριζε ή αδιαφορούσε για το ενδεχόμενο μείωσης των αναγκών σε εκπαιδευτικό προσωπικό και τον μη επαναδιορισμό μεγάλου αριθμού συμβασιούχων; Σαφώς και όχι! Με επιστολή της στον τότε Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, Χρίστο Χατζηαθανασίου, στις 22 Αυγούστου 2017, αποδέχθηκε την πρόταση κάτω από τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
Με τις διεργασίες για τη στελέχωση της επόμενης χρονιάς να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, το ΥΠΠΑΝ έχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εφαρμόσει πολιτικές στήριξης και ενδυνάμωσης των μαθητών και παράλληλα να επαναδιορίσει όλους τους εκπαιδευτικούς που εργάζονταν κατά τη σχολική χρονιά 2020-2021. Η διδασκαλία κάτω από συνθήκες πανδημίας σαφώς και επηρεάζει τη διαδικασία της μάθησης, την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε εκπαιδευτικό – μαθητή και ανάμεσα στους ίδιους τους μαθητές αλλά έχει επηρεάσει και συναισθηματικά, κοινωνικά, ψυχικά και γνωστικά μια τεράστια μερίδα μαθητών. Τα παιδιά των μικρών τάξεων δεν έχουν γνωρίσει το σχολείο της στενής αλληλεπίδρασης, την ομαδικότητας και της συνεργασίας. Δεν έχουν πάει εκδρομή, δεν έχουν παρουσιάσει μια σχολική γιορτή, δεν έχουν μάθει να δανείζουν και να δανείζονται. Έχουν μάθει να τηρούν αποστάσεις, να πλένουν και να απολυμαίνουν τα χέρια τους, να μην αγγίζουν και να μην μοιράζονται.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας οι εκπαιδευτικοί ζητούσαν και εξακολουθούν να ζητούν από το ΥΠΠΑΝ μέτρα στήριξης, έτσι ώστε αφενός να μπορούν μαθητές και εκπαιδευτικοί να προστατευτούν από την πανδημία και αφετέρου να στηριχθούν τα παιδιά τα οποία έχουν επηρεαστεί περισσότερο. Η απάντηση του ΥΠΠΑΝ ήταν πάντα πως δεν υπάρχουν αίθουσες, δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί. Την επόμενη σχολική χρονιά το ΥΠΠΑΝ έχει την ευκαιρία να μειώσει τον μέγιστο αριθμό των μαθητών, εκεί και όπου χρειάζεται και εκεί και όπου υπάρχει η δυνατότητα. Γνωρίζουμε από τώρα πως θα υπάρχουν τουλάχιστον 74 άδειες αίθουσες. Το ΥΠΠΑΝ μπορεί να αξιοποιήσει τη μείωση των μαθητών ως εξής:
Είναι ξεκάθαρο πως η νέα σχολική χρονιά, αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία για το ΥΠΠΑΝ, να προχωρήσει σε εκείνες τις καινοτομίες και αλλαγές που θα βοηθήσουν ουσιαστικά τα σχολεία. Αναντίλεκτα τα σχολεία τις δύο προηγούμενες σχολικές χρονιές έχουν ταλαιπωρηθεί από την πανδημία και ό,τι αυτή επέφερε στην καθημερινότητά τους. Τα παιδιά έχουν στερηθεί ζωτικής φύσης στοιχεία της Εκπαίδευσης και παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των εκπαιδευτικών μας, έχουν ζήσει ένα σχολείο με περιορισμούς, ελλείψεις, μέτρα και αποστάσεις. Το ΥΠΠΑΝ μπορεί να γεφυρώσει αυτό το κενό, υιοθετώντας πολιτικές που θα ενισχύσουν το Δημόσιο Σχολείο και θα βοηθήσουν ταυτόχρονα και την κοινωνία.
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Έξι σχεδόν χρόνια μετά την ψήφιση του Νέου Σχεδίου Διορισμού στην εκπαίδευση και την ολοκλήρωση δύο εξεταστικών διαδικασιών (2017 και 2019), σύμφωνα με δημόσιες τοποθετήσεις του ΥΠΠΑΝ, εξετάζεται η επαναξιολόγηση της συχνότητας διεξαγωγής των εξετάσεων και η ισχύς που θα έχει η εξέταση για τους συμμετέχοντες. Σημειώνεται, πως με τα υφιστάμενα δεδομένα, οι γραπτές εξετάσεις διεξάγονται κάθε δύο χρόνια και η μοριοδότηση που λαμβάνει ένας υποψήφιος από τη γραπτή εξέταση ισχύει για δέκα χρόνια[1].
Πολύ πριν την ψήφιση του Νέου Σχεδίου, η Κυβέρνηση αλλά και η Βουλή είχε προειδοποιηθεί για σωρεία προβλημάτων που θα δημιουργούνταν από την εφαρμογή του νέου σχεδίου. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που είχαν εντοπισθεί και αναδειχθεί, ήταν η συνεχής ανακύκλωση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι θα εργάζονταν για ένα ή δύο χρόνια στα σχολεία μας και μετά θα αντικαθίστονταν από άλλους εκπαιδευτικούς. Στην περίπτωση που εκπαιδευτικοί πετύχαιναν να διοριστούν και για δεύτερη διετία τότε θα έκλειναν το λεγόμενο «30μηνο», εξασφαλίζοντας (δικαίως) εργοδότηση με το καθεστώς αορίστου χρόνου, υποχρεώνοντας την πολιτεία να τους εργοδοτεί στη συγκεκριμένη θέση για όσο είναι διαθέσιμη. Ήδη στη Δημοτική, Προδημοτική και Ειδική Εκπαίδευση, του χρόνου θα αυξηθούν κατά περίπου 50% οι αορίστου χρόνου εκπαιδευτικοί, μειώνοντας τις διαθέσιμες συμβάσεις που θα διεκδικηθούν από τους δύο καταλόγους.
Συνεπώς, έχει δημιουργηθεί το εξής παράδοξο: Είτε θα ανακυκλώνονται οι εκπαιδευτικοί κάθε δύο χρόνια έτσι ώστε να μην μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, είτε θα σταματήσει να έχει λόγο ύπαρξης το νέο σχέδιο και δεν θα υπάρχει λόγος διεξαγωγής εξετάσεων για τις ελάχιστες διαθέσιμες θέσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του ΥΠΠΑΝ[2], η Κυβέρνηση φαίνεται να προτιμά και να εμμένει στην ανακύκλωση εκπαιδευτικών, εξετάζοντας μείωση της διάρκειας που ισχύει η μοριοδότηση των εξετάσεων σε πολύ μικρότερη, σε όμοια επίπεδα με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αυτό σημαίνει πως κάθε 1 ή 2 χρόνια οι υποψήφιοι θα πρέπει να παρακάθονται εξετάσεις, για να πετύχουν τον πολυπόθητο διορισμό ή αν το έχουν ήδη πετύχει, να μην απολυθούν. Παράλληλα, αυτή η εισήγηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει και ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα το οποίο έχει εντοπισθεί, τη σύγκριση και τη στάθμιση των βαθμολογιών των εξετάσεων που διεξάγονται σε διαφορετικές χρονιές. Από την εισήγηση που έχει εκφέρει ο ΥΠΠΑΝ, προκύπτει και το εξής παράδοξο. Ενώ στον δημόσιο τομέα, τυχόν επιτυχία στις εξετάσεις εξασφαλίζει απευθείας μονιμοποίηση, στην Εκπαίδευση θα συνεχίσει να προσφέρει εργοδότηση ορισμένου χρόνου (συμβάσεις ή ακόμη και αντικαταστάσεις).
Είναι εμφανές, πως η Κυβέρνηση συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους εκπαιδευτικούς ως αναλώσιμους, επιμένοντας να τους υποβάλλει σε μια επίπονη, χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία, μόνο για να τους αποβάλει από τα σχολεία μετά από ένα ή δύο χρόνια. Αυτή η αντιμετώπιση δεν έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις στους εκπαιδευτικούς αλλά και στο εκπαιδευτικό σύστημα και στους μαθητές. Εκπαιδευτικοί οι οποίοι διορίζονται για πρώτη φορά αποβάλλονται από τα σχολεία πριν καλά καλά προσαρμοστούν στη σχολική καθημερινότητα, αναγκάζοντάς τους παράλληλα να αναλώνουν τεράστιες προσπάθειες για να πετύχουν τον επαναδιορισμό τους. Με απλά λόγια, το εκπαιδευτικό σύστημα προσανατολίζεται να έχει αναλώσιμο ανθρώπινο δυναμικό, μιας χρήσης.
Η λύση για να αντιμετωπισθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι απλή, και είχε ακουστεί και πριν τη ψήφιση του ΝΣΔΕ το 2015. Ιδανικά, η διεξαγωγή εξετάσεων θα έπρεπε να καταργηθεί, αφού τίθεται υπό αμφισβήτηση κατά πόσο μία εξέταση μπορεί να εντοπίσει τον ικανότερο εκπαιδευτικό. Έχοντας όμως υπόψη μας πως σε ενδεχόμενη κατάργησή της θα σταθεί εμπόδιο η Κυβέρνηση αλλά και τα κοινοβουλευτικά κόμματα τα οποία εμμονικά υποστήριξαν τις εξετάσεις, μια μέση λύση είναι η εξέταση να είναι “pass or fail” και να μην χρησιμοποιείται για σκοπούς κατάταξης των υποψηφίων. Οι υποψήφιοι στον κατάλογο διορισίμων, θα πρέπει να πετύχουν στην εξέταση μία φορά για να συμπεριληφθούν στον κατάλογο και θα λαμβάνουν μόρια μόνο για τα εξής: Έτος κατάθεσης πτυχίου, βαθμό πτυχίου, εκπαιδευτική υπηρεσία, πρόσθετα προσόντα (μεταπτυχιακό/διδακτορικό) και εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας.
Παράλληλα, κρίνεται σημαντικό, η βαρύτητα του πτυχίου να αυξηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό και το επίπεδο / κατάταξη του πανεπιστημίου από το οποίο έχει αποφοιτήσει ο εκπαιδευτικός. Μια τέτοια παράμετρος σαφώς και θα διασφαλίσει δικαιότερη μοριοδότηση των υποψηφίων. Η εξεύρεση μιας φόρμουλας αξιολόγησης των πανεπιστημίων και επέκτασή της ως προς το σύστημα διορισίμων, θα αναγκάσει τα πανεπιστήμια να διατηρήσουν σε ψηλά επίπεδα τους κλάδους σπουδών που προσφέρουν και τα κριτήρια επιλογής των φοιτητών τους. Ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ως προς το επίπεδο των ακαδημαϊκών προγραμμάτων που προσφέρουν, μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει και αυτό θα ωθήσει τα πανεπιστήμια να καθιερώσουν αυστηρότερα κριτήρια αποδοχής φοιτητών, έτσι ώστε να βελτιώσουν την κατάταξή τους.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να διασφαλιστεί πως τα άτομα που διορίζονται από τους καταλόγους έχουν επαφή με το αντικείμενό τους. Άτομα τα οποία δεν έχουν εργαστεί σε δημόσιο ή αναγνωρισμένο ιδιωτικό σχολείο στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια και πλησιάζουν στον διορισμό, θα πρέπει να παρακολουθήσουν τακτά επιμορφωτικά μαθήματα την προηγούμενη χρονιά. Μια τέτοια λύση θα διασφαλίσει πως είτε τα άτομα που διορίζονται έχουν επαφή με το αντικείμενό τους είτε έχουν επιμορφωθεί πριν εισέλθουν σε σχολική τάξη.
Ταυτόχρονα, επιβάλλεται ο περιορισμός του αριθμού φοιτητών που προορίζονται για εκπαιδευτικοί. Σύμφωνα με τους KcKinsey & Company (2007)[3], τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα επιλέγουν τους εκπαιδευτικούς πριν αρχίσουν το πτυχίο τους στο Πανεπιστήμιο και περιορίζουν τις προσλήψεις για εκείνους που έχουν επιλεγεί. Το σκεπτικό εδράζεται στο γεγονός πως μια πιθανή αποτυχία περιορισμού του αριθμού των αποφοίτων από τα Πανεπιστήμια, οδηγεί αναπόφευκτα σε υπερπροσφορά υποψηφίων, που συνεπώς επηρεάζει αρνητικά το επίπεδο των εκπαιδευτικών. Με τον έλεγχο ή τον περιορισμό των θέσεων που προσφέρονται στα πανεπιστήμια, έτσι ώστε η προσφορά να ανταποκρίνεται στη ζήτηση, επιτυγχάνουν να προσλαμβάνουν τους καλύτερους εκπαιδευτικούς. Η έκθεση Ευρυδίκη (2013)[4] αναφέρει πως σχεδόν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν λάβει μέτρα παρακολούθησης της ισορροπίας στην προσφορά και στη ζήτηση εκπαιδευτικών, με στόχο να προεξοφλούν και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες πρόσληψης εκπαιδευτικών. Εξαίρεση αποτελούν η Γερμανόφωνη κοινότητα του Βελγίου, η Δανία, η Κύπρος, η Πολωνία και η Κροατία.
Συνοψίζοντας, οι κυβερνώντες πρέπει να αντιληφθούν πως η σταδιακή κατάργηση των εξετάσεων είναι αναπόφευκτη. Οι συνεχείς απέλπιδες προσπάθειες της επίσημης πλευράς για δημιουργία λόγου ύπαρξης των εξετάσεων μέσω της ανακύκλωσης εκπαιδευτικών μόνο προβλήματα, σύγχυση και αναστάτωση δημιουργούν. Παράλληλα, το ενδεχόμενο γκρεμίσματος όλου του οικοδομήματος αν υποψήφιοι κινηθούν νομικά εναντίων του είναι ορατό, κάτι που θα έχει καταστροφικές οικονομικές αλλά και εκπαιδευτικές συνέπειες. Το κράτος οφείλει να σταματήσει να αντιμετωπίζει τους εκπαιδευτικούς ως αναλώσιμους και να εξεύρει δίκαιες, ουσιαστικές και ανθρώπινες λύσεις, σε ένα πρόβλημα που το ίδιο έχει δημιουργήσει.
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
[1] http://www.cylaw.org/nomoi/enop/ind/1969_1_10/section-scc72caffc-bd13-a094-ab9c-913511fcca3b.html
[2] https://www.philenews.com/koinonia/eidiseis/article/1197359
[3] McKinsey & Company (2007). How the world's best-performing school systems come out on top.
[4] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, EACEA, Eurydice, 2013. Αριθμοί Κλειδιά για Εκπαιδευτικούς και Διευθυντές
Σχολείων στην Ευρώπη. Έκδοση 2013. Έκθεση Ευρυδίκη. Λουξεμβούργο: Γραφείο Δημοσιεύσεων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΤΗΣ ΕΛΙΝΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ*
Το 2019 το Συμβούλιο της Ευρώπης σε συνέδριο με θέμα «High-Quality Early Childhood Education and Care Systems» με συμμετέχοντες όλους του υπουργούς παιδείας της ΕΕ, υπέβαλε εισηγήσεις με στόχο την αναβάθμιση της προσχολικής εκπαίδευσης στην ΕΕ και συστάθηκε σχετική έκθεση[1]. Στην έκθεση της επιτροπής τονίζεται πως συγκριτικά με τις επενδύσεις που γίνονται στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης, η προσχολική εκπαίδευση είναι η βαθμίδα που αποφέρει τα μεγαλύτερα κέρδη. Η επένδυση όμως μπορεί να είναι αποδοτική μόνο εάν οι υπηρεσίες που προσφέρονται είναι υψηλής ποιότητας, προσιτές, προσβάσιμες και χωρίς αποκλεισμούς. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο οι υψηλής ποιότητας υπηρεσίες προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας προσφέρουν οφέλη. Οι υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας έχουν σημαντικά αρνητικό αντίκτυπο στα παιδιά και στην κοινωνία συνολικά.
Στην έκθεση δίνεται έμφαση στην επαρκή στελέχωση των σχολείων με κατάλληλα καταρτισμένο προσωπικό ως ένα από τα πιο βασικά στοιχεία για υψηλή ποιότητα εκπαίδευσης, με ιδιαίτερη αναφορά στην ανάγκη για εξειδίκευση του επαγγέλματος της σχολικής βοηθού. Στην έκθεση Ευρυδίκη, 2019 [2] η σχολική βοηθός ορίζεται ως το άτομο που στηρίζει το παιδαγωγικό έργο της νηπιαγωγού βοηθώντας παιδιά σε μικρές ομάδες ή όλη την τάξη σε καθημερινή βάση. Γίνεται αναφορά στη σημαντικότητα στελέχωσης της κάθε τάξης νηπιαγωγείου με περισσότερους από ένα εξειδικευμένους ενήλικες έτσι ώστε οι παιδαγωγοί να μπορούν να ανταποκρίνονται επαρκώς στις ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες για στήριξη που έχουν τα νήπια. Τα στατιστικά στην έκθεση δείχνουν ότι μόνο 12 χώρες από τις 38 δεν εφαρμόζουν το θεσμό της σχολικής βοηθού από τις οποίες όμως κάποιες έχουν 2 ή και 3 νηπιαγωγούς σε κάθε τάξη ή έχουν αριθμό παιδιών μικρότερο των 20. Η Κύπρος, η Αλβανία και η Πολωνία είναι οι 3 χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό παιδιών σε κάθε τάξη, 25, χωρίς τη δυνατότητα στήριξης του παιδαγωγικού έργου της νηπιαγωγού από σχολικούς βοηθούς ή άλλους νηπιαγωγούς.
Οι συστάσεις της έκθεσης του 2019 προς τους Ευρωπαίους υπουργούς παιδείας, βασίζονται σε πορίσματα έκθεσης που εκπονήθηκε από την Ευρωπαϊκή επιτροπή το 2014 [3] με εισηγήσεις για βελτίωση της προσχολικής εκπαίδευσης. Από το 2014 μέχρι σήμερα, 2021, η Κύπρος έχει προβεί μόνο στις 3 ακόλουθες ενέργειες που σχετίζονται με την προσχολική εκπαίδευση:
1) Αυξήθηκε το όριο ηλικίας για εισδοχή στο δημοτικό με αποτέλεσμα αρκετά παιδιά να φοιτούν στην Προδημοτική 2 χρονιές. Το μέτρο αυτό δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να προχωρήσουν πιο ώριμα στο δημοτικό. Η συγκεκριμένη ενέργεια όμως έγινε χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών ηλικίας 3 και 4 να αποκλειστεί από τη δημόσια προσχολική εκπαίδευση αφού οι θέσεις είναι υπέρ πλήρης από τα μεγαλύτερα παιδιά. Ενώ ένα ποσοστό παιδιών ηλικίας 5 ετών θα φοιτήσει σε τέσσερις μήνες σε τάξεις που ακόμα είναι ανύπαρκτες.
2) Εφαρμόστηκε πρόγραμμα αξιολόγησης των μαθητών που θα αποφοιτήσουν από το νηπιαγωγείο ενώ γίνονται προσπάθειες για εφαρμογή εξειδικευμένων εργαλείων αξιολόγησης των παιδιών σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα. Παράλληλα γίνεται συζήτηση για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
3) Έχει συσταθεί ένα καινούργιο αναλυτικό πρόγραμμα με έμφαση το παιδί και το παιχνίδι.
Ο τρόπος με τον οποίο το κράτος προσπαθεί να υλοποιήσει τα 2 πρώτα μέτρα, δείχνει την έγνοια προετοιμασίας των παιδιών για φοίτηση στο δημοτικό ενώ η προσπάθεια εφαρμογής του δεύτερου μέτρου αγνοεί και υποτιμά το περιεχόμενο του νέου αναλυτικού προγράμματος. Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής επιτροπής του 2014 τονίζεται ότι η φοίτηση των παιδιών στο νηπιαγωγείο δεν αποσκοπεί στην προετοιμασία τους για την επόμενη βαθμίδα αλλά στο να κτιστεί μια γερή προσωπικότητα του παιδιού στο παρόν. Το κράτος δείχνει να αγνοεί τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής επιτροπής για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα επιφέρουν θετικές αλλαγές, αφού πέραν από τη συγγραφή του αναλυτικού προγράμματος, το οποίο και αυτό φαίνεται να υποτιμάται, δεν έχει γίνει τίποτα άλλο το ουσιαστικό προς αυτή την κατεύθυνση.
Μια τάξη νηπιαγωγείου με 25 παιδιά ηλικίας 3 – 6,9 ετών, με ένα μόνο εξειδικευμένο άτομο και χωρίς την ύπαρξη βοηθητικού προσωπικού όπως αυτό ορίζεται στις εκθέσεις της ΕΕ, απέχει σημαντικά από αυτό που προτείνει η ΕΕ ως εκπαίδευση υψηλής ποιότητας (τα καθήκοντα της σχολικής βοηθού στην Κύπρο επικεντρώνονται στην καθαριότητα και σε διαδικαστικά θέματα που επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου. Η πρόσληψη τους γίνεται από επιτροπή που δεν έχει σχέση με την εκπαίδευση, αφού ο ρόλος τους δεν είναι σχετικός με το παιδαγωγικό έργο όπως ισχύει με το θεσμό της σχολικής βοηθού στην ΕΕ). Με τέτοιες αντιστοιχίες[4] [5] [6] [7]η παιδαγωγός δεν μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις ανάγκες των παιδιών, τα επίπεδα άγχους στις σχολικές μονάδες είναι αυξημένα και οι μαθησιακοί στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν στο επιθυμητό επίπεδο. Οι προσπάθειες λοιπόν εφαρμογής εξειδικευμένων εργαλείων αξιολόγησης με αυτά τα δεδομένα, μοιάζουν με τη διαδικασία αξιολόγησης των καρπών ενός δέντρου στο οποίο παρέχεται ελάχιστη φροντίδα αλλά υπάρχει η ελπίδα ότι οι καρποί θα είναι καλοί. Και ενώ γνωρίζουμε πως αυτό το δέντρο χρειάζεται νερό, λίπασμα, κλάδεμα για να μπορέσει να αποδώσει, οι τεχνοκράτες θεωρούν πως οι καρποί του δέντρου μπορούν να βελτιωθούν απλά αξιολογώντας τους. Με κύριο στόχο την καλή εικόνα/κατηγοριοποίησή τους που θα έχουν για το επόμενο στάδιο, στην «αγορά».
Είναι καιρός ως Κύπρος να λάβουμε υπόψη τα ερευνητικά δεδομένα που υπάρχουν σχετικά με την προσχολική εκπαίδευση και τις σχετικές συστάσεις της ΕΕ. Να γίνουν σωστές και στοχευόμενες μεταρρυθμίσεις βάση ερευνητικών δεδομένων, οι οποίες θα βελτιώσουν σημαντικά την ποιότητα των νηπιαγωγείων με τεράστια οφέλη τόσο για την κοινωνική ανάπτυξη όσο και για την οικονομία της χώρας.[8] [9] [10]
Νηπιαγωγός
Γενικός γραμματέας της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΙΔΑ, Πάφου
[1] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/PDF/?uri=CELEX:32019H0605%2801%29
[2] file:///C:/Users/User/Documents/EC0319375ENN.en%20(1).pdf
[3] Proposal for key principles of a Quality Framework for Early Childhood Education and Care (2014), report of the Working Group on Early Childhood Education and Care under the auspices of the European Commission.
[5] Munton, T., Mooney, A., Moss, P., Petrie, P., Clark, A., Woolner, J., et al. (2002). Research on ratios, group size and staff qualifications and training in early years and childcare settings. TCRU: University of London. Commissioned by the Department for Education and Skills.
[6] Sylva, K., Melhuish, E. C., Sammons, P., Siraj-Blatchford, I. and Taggart, B. (2004) The Effective Provision of Pre-School Education (EPPE) Project. Effective Pre-School Education. London: DfES / Institute of Education: University of London.
[7] Munton, T., Mooney, A., Moss, P., Petrie, P., Clark, A., Woolner, J., et al. (2002). Research on ratios, group size and staff qualifications and training in early years and childcare settings. TCRU: University of London. Commissioned by the Department for Education and Skills.
[8] Bakken, L., Brown, N. & Downing, B. (2017). “Early Childhood Education: The Long-Term Benefits,” Journal of Research in Childhood Education.
[9] Barnett, W.S. (2008). Preschool Education and Its Lasting Effects: Research and Policy Implications (Boulder and Tempe, Ariz.: Education and the Public Interest Center & Education Policy Research Unit).
[10]https://economics.nd.edu/assets/151221/buckles_the_economics_of_early_childhood_investments.pdf
ΤΩΝ ΜΙΧΑΛΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ*, ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ** ΚΑΙ ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ***
Όπως έχει αναφερθεί και στο προηγούμενο άρθρο μας, η πανδημία σε κάποια στάδιο θα υποχωρήσει, αλλά τα προβλήματα και το δυσβάστακτο βάρος στα σχολεία θα παραμείνει. Είναι σαφές και ξεκάθαρο πως οι εκπαιδευτικοί, τα παιδιά και οι σχολικές μονάδες χρειάζονται στήριξη ώστε να ανταπεξέλθουν στη δύσκολη επόμενη μέρα. Στο τραπέζι υπάρχουν διαχρονικά συνδικαλιστικά αλλά και εκπαιδευτικά ζητήματα, τα οποία παραμένουν άλυτα για δεκαετίες, με αποτέλεσμα να διαιωνίζουν προβλήματα και να νομοτελειακά να επιβαρύνουν το εκπαιδευτικό έργο.
Χρόνος διεύθυνσης σχολείων – διοικητικός χρόνος. Οι Βοηθοί Διευθυντές στη Δημοτική Εκπαίδευση εργάζονται 23 διδακτικές περιόδους, με υπευθυνότητα τμήματος και με το βάρος της ευθύνης για αντικατάσταση – αναπλήρωση του Διευθυντή και στήριξη του διοικητικού έργου του σχολείου. Αποτελούν τον συνδετικό κρίκο της εύρυθμης λειτουργίας του σχολείου. Όσον αφορά στους Διευθυντές των σχολείων αυτοί εργάζονται από 11 μέχρι και 19 διδακτικές περιόδους. Υπάρχουν σχολεία των τριακόσιων και των τετρακόσιων και πλέον μαθητών και σε πολλές περιπτώσεις οι Διευθυντές έχουν υπό την διοικητική τους ευθύνη προσωπικό από 20-40 εργαζόμενους (εκπαιδευτικούς, Γραμματεία, επιστάτριες, συνοδούς, φοιτητές κ.α.). Στην Προδημοτική εκπαίδευση, το βάρος της διοίκησης πέφτει, σε πολλές περιπτώσεις, στους ώμους απλών νηπιαγωγών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται λόγω έλλειψης Διευθυντικού προσωπικού. Ο φόρτος εργασίας καθώς και οι ευθύνες που βαραίνουν τις διευθύνσεις τεράστιος. Κατά γενική ομολογία και παραδοχή ο ρόλος της Διεύθυνσης είναι ίσως ο σημαντικότερος σε μια σχολική μονάδα. Η μείωση του διδακτικού χρόνου καθώς και η εκμηδένισή του στα μεγάλα σχολεία έπρεπε να γίνει άμεσα. Ταυτόχρονα, οι διευθυντικές οργανικές θέσεις στην Προδημοτική εκπαίδευση πρέπει να αυξηθούν έτσι ώστε να μπορούν να ικανοποιήσουν τις πραγματικές ανάγκες.
Υπεύθυνος τμήματος: Πρόκειται για συμφωνία που έγινε από το 2011 με τη Μεταρρύθμιση και την εισαγωγή των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων. Η καινοτομία αυτή προβλέπει παραχώρηση δύο ωρών μη διδακτικού χρόνου, στον εκπαιδευτικό του τμήματος. Ο θεσμός επιβεβαιώθηκε και επικυρώθηκε μέσω της συμφωνίας στη ΜΕΠΕΥ το 2018. Πρόκειται για ρόλο δύσκολο, επίπονο και πολυσήμαντο ο οποίος μεταξύ άλλων περιλαμβάνει: εφαρμογή κώδικα συμπεριφοράς και τήρησή του, συναισθηματική στήριξη παιδιών, επικοινωνία με εκπαιδευτικούς ψυχολόγους, ειδικούς εκπαιδευτικούς, κοινωνικές υπηρεσίες, όταν χρειαστεί, διαχείριση συγκρούσεων και παραβατικών συμπεριφορών, ενημέρωση γονιών για επίδοση και συμπεριφορά μαθητών, κάλυψη των ατομικών διαφορών σε τάξεις μικτής ικανότητας και σωρεία άλλων καθηκόντων. Αξίζει να σημειωθεί πως το ΥΠΠΑΝ, παρά τη σημασία του θεσμού και τη συμφωνία που επιτεύχθηκε ακόμη δεν τον έχει επεκτείνει στις 2 ώρες σε όλες τις τάξεις Ειδικής, Προδημοτικής και Δημοτικής εκπαίδευσης.
Χρόνος Τ.Π.Ε. Η χρήση τεχνολογίας στα μαθησιακά περιβάλλοντα θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική και δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στα περισσότερα γνωστικά αντικείμενα υπάρχουν εισηγήσεις δραστηριοτήτων στις οποίες επιβάλλεται η χρήση Τ.Π.Ε. Εξάλλου η εισαγωγή και ένταξη των Τ.Π.Ε. στην εκπαίδευση δημιουργεί ένα σύγχρονο μαθησιακό περιβάλλον. Υπάρχουν πολλές μελέτες του ΥΠΠΑΝ, οι οποίες επιβάλλουν τη στήριξη τόσο για τεχνικής όσο και εκπαιδευτικής φύσης ανάγκες των σχολείων και των παιδιών. Αυτό φάνηκε ακόμη πιο έντονα το τελευταίο χρονικό διάστημα, με την ανάγκη για εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει πρόθεση από την Επίσημη Πλευρά για ουσιαστική υποστήριξη των Τ.Π.Ε. στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, αγνοώντας ταυτόχρονα και τον σημαντικότατο ρόλο των τοπικών συντονιστών. Το κράτος όφειλε εδώ και χρόνια με αποφασιστικότητα να θεσμοθετήσει τον ρόλο του τοπικού συντονιστή των Τ.Π.Ε. και να του δώσει τον απαραίτητο χρόνο και τα εφόδια για να εκτελεί τα καθήκοντά του. Υπάρχουν επιστολές, δεσμεύσεις και συμφωνίες που ποτέ δεν τηρήθηκαν εκ μέρους του ΥΠΠΑΝ.
Τεχνολογικός εξοπλισμός σχολείων: Είχε τονιστεί πολλές φορές, πως ο εξοπλισμός που διαθέτουν σήμερα τα σχολεία, είναι εξοπλισμός μουσειακής κατάστασης. Εξοπλισμός απηρχαιωμένος, με σοβαρότατα τεχνικά προβλήματα, με προδιαγραφές που δεν συμβαδίζουν με τη σύγχρονη τεχνολογία και που ουσιαστικά βρίσκεται στον αναπνευστήρα ή έχει παραδώσει πνεύμα. Τα σχολεία Δημοτικής Εκπαίδευσης στην ολότητά τους διαθέτουν εξοπλισμό σχεδόν δεκαπέντε ετών, ο οποίος θα έπρεπε να είχε ήδη αποσυρθεί και αναπληρωθεί. Η μερική αντικατάσταση που γίνεται κάθε χρόνο, σαφώς και δεν είναι αρκετή για να στηριχθούν τα σχολεία, συνεπώς επιβάλλεται η άμεση, ολική αντικατάσταση και αναβάθμισή του. Ταυτόχρονα, αν θέλουμε χρήση των ΤΠΕ και από τους μαθητές, το ΥΠΠΑΝ πρέπει να προχωρήσει σε ένα ολοκληρωτικό σχεδιασμό των υποδομών, έτσι ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν μια τέτοια χρήση. Το ιδανικό σενάριο θα ήταν ο κάθε μαθητής να κατέχει τη δική του συσκευή, την οποία θα μπορεί να αξιοποιεί στα πλαίσια του μαθήματος και να τη μεταφέρει στο σπίτι όταν χρειάζεται. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρχουν κατάλληλοι χώροι χρήσης, φόρτισης και φύλαξης σε κάθε τάξη για κάθε μαθητή, κάτι το οποίο μάλλον φαντάζει ουτοπικό στην παρούσα φάση.
Κλιματιστικά/κτιριακές εγκαταστάσεις/συνθήκες εργασίας: Τα σχολεία της Κύπρου φαίνεται να είναι σχεδιασμένα/κατασκευασμένα με τρόπο που δεν λαμβάνει υπόψη τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην Κύπρο. Η εγκατάσταση κλιματιστικών και η μετατροπή/βελτίωση των κτιρίων μετατρέποντάς τα σε φιλικά προς το περιβάλλον είναι εκ των ων ουκ άνευ. Η αναβάθμιση όλων των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και η τοποθέτηση φωτοβολταϊκών σε όλα τα σχολεία είναι έργα ανάπτυξης, θα βελτιώσουν τις συνθήκες και θα αναβαθμίσουν την ποιότητα της διδασκαλίας. Ταυτόχρονα, το ΥΠΠΑΝ σε συνεργασία με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις και άλλους φορείς πρέπει να τολμήσει να προχωρήσει σε αναθεώρηση του τι θεωρεί σύγχρονο σχολείο, με βάση τις ανάγκες και απαιτήσεις της σύγχρονης διδασκαλίας και κοινωνίας. Τα σχολεία μας είναι κτισμένα με βάση τις ανάγκες μια προηγούμενης εποχής και πρέπει να εκσυγχρονιστούν. Αυτό σίγουρα δεν είναι εύκολο ούτε θα γίνει εν μία νυκτί όμως τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν. Η διαρρύθμιση των τάξεων, οι χώροι άθλησης, οι εξωτερικοί χώροι του διαλείμματος πρέπει να διαμορφωθούν με τέτοιο τρόπο που να εξυπηρετούν τις σύγχρονες ανάγκες αλλά και να δημιουργούν ένα ευχάριστο μαθησιακό περιβάλλον.
Ειδική εκπαίδευση: Οι συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία στην κοινωνία, στην οικογένεια αλλά και στο σχολείο έχουν επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τα μη προνομιούχα παιδιά και τα παιδιά ειδικής εκπαίδευσης. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτά τα παιδιά είναι τα μεγαλύτερα θύματα της πανδημίας. Η επίσπευση/απλούστευση των διαδικασιών παραπομπής, η ενίσχυση με διορισμό του αναγκαίου ανθρώπινου δυναμικού, η στήριξη των υποστηρικτών φορέων (Γραφείο ευημερίας, Υπηρεσίες Ψυχικής υγείας κ.α.), ο διορισμός εξειδικευμένου προσωπικού για τις ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών αυτών, θα είναι προς την ορθή κατεύθυνση. Τα δικαιώματα αυτών των παιδιών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβιάζονται αν θέλουμε να θεωρούμαστε και να είμαστε ευρωπαϊκό κράτος.
Προδημοτική εκπαίδευση: Επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε, η στήριξη της βάσης της εκπαιδευτικής πυραμίδας. Αποτελεί μια τεράστια παραδοξότητα το γεγονός πως η Προδημοτική Εκπαίδευση, αποτελεί φτωχό συγγενή του εκπαιδευτικού συστήματος και παραμένει ουραγός σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο και συνέπειες στους μαθητές και στην παρεχόμενη προς αυτούς εκπαίδευση! Επιβάλλεται η εκπόνηση εθνικής στρατηγικής για αποτελεσματική στήριξη, όπως η μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, η υποχρεωτική δίχρονη προδημοτική εκπαίδευση, η βελτίωση των σχολικών εγκαταστάσεων, η ενίσχυση του βοηθητικού και γραμματειακού προσωπικού κ.ά.
Όροι εργοδότησης αντικαταστατών: Διαχρονικά παρατηρείται δυστοκία της Επίσημης Πλευράς στο να λύσει ικανοποιητικά και καταλυτικά τα ζητήματα των αντικαταστάσεων και των αντικαταστατών. Η διαχρονική αντιμετώπιση χιλιάδων αντικαταστατών ως αναλώσιμους και ως σύγχρονους σκλάβους με μηδενικά δικαιώματα, νομοτελειακά έχει και συνεπακόλουθες συνέπειες, τις οποίες βιώνουμε φέτος πολύ έντονα, με την αδυναμία κάλυψης των διαθέσιμων θέσεων αντικαταστάσεων και τα σχολεία να μένουν αστελέχωτα. Οι αντικαταστάτες εργάζονται χωρίς εργασιακά δικαιώματα, χωρίς άδειες ασθενείας ή απουσίας και με περιορισμένο ανεργιακό επίδομα. Αυτές οι απαράδεκτες συνθήκες οδήγησαν στο να έχουμε απώλεια εργατοωρών πολύτιμου διδακτικού χρόνου και κατ΄ επέκταση διδασκαλίας/μάθησης για τα παιδιά. Επιβάλλεται η βελτίωση των όρων εργασίας των αντικαταστατών καθώς και η βελτίωση του συστήματος κάλυψης των κενών με δεξαμενές αντικαταστατών σε όλα τα επαρχιακά γραφεία.
Με τεκμηριωμένο πλέον το δεδομένο πως τα σχολεία και η μάθηση έχουν αναπόφευκτα πληγεί, δημιουργούνται βασανιστικά και αναπάντητα ερωτήματα σε σχέση με την στόχευση της Κυβέρνησης για το Δημόσιο Σχολείο. Η επόμενη σχολική χρονιά 2021-22 είναι προ των πυλών. Ο προγραμματισμός και η οργάνωση της εκ μέρους του ΥΠΠΑΝ βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Η δημιουργία μιας Επιτροπής Ειδικών η οποία θα αξιολογήσει την όλη κατάσταση που δημιουργήθηκε με την πανδημία, καταγράφοντας όλες τις συνέπειες, τα προβλήματα και τα ελλείμματα που δημιουργήθηκαν είναι επιβεβλημένη. Η επιστημονική έρευνα και καταγραφή της κατάστασης θα είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα για βελτίωση της κατάστασης.
Τα προβλήματα είναι εδώ και τα ερωτήματα περιμένουν απαντήσεις:
Η Πολιτεία είναι έτοιμη για πραγματική και ουσιαστική στήριξη της Δημόσιας Εκπαίδευσης;
Είναι σαφές πως η παιδεία του τόπου θα πρέπει να αντιμετωπίζεται μέσα από μια εθνική στρατηγική. Καλούμε την κοινωνία, αλλά και την πολιτεία να σταθεί δίπλα στους εκπαιδευτικούς. Επιβάλλεται η αρμονική συνεργασία και ο εποικοδομητικός – ειλικρινής-δημοκρατικός διάλογος για να δει το Δημόσιο Σχολείο καλύτερες μέρες. Συνοδοιπόροι και υποστηρικτές σε αυτήν την προσπάθεια, πρέπει να είναι οι γονείς – οργανωμένοι και μη αλλά και όλοι όσοι εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Δεν περισσεύει κανείς σε αυτήν την προσπάθεια και δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Το οφείλουμε στα παιδιά μας και στην παιδεία του τόπου μας!
«Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα»...
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Μέλος Δ.Σ. ΠΟΕΔ, Γεν. Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Αντρέας Θεοδώρου, Γενικός Αντιπρόσωπος ΠΟΕΔ, Αντιπρόεδρος Α.Κί.ΔΑ
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Γεν. Οργ. Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γεν. Οργ. Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ