ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ* ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ**
Όταν στις 12 Φεβρουαρίου 2021 ο ΥΠΠΑΝ κ. Πρόδρομος Προδρόμου έδινε συνέντευξη Τύπου για την Πολιτική του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με τη βελτίωση της εκπαίδευσης και της ένταξης των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία στα σχολεία, αναμέναμε πως το συγκεκριμένο πρόγραμμα θα πρόσφερε ουσιαστική στήριξη στα παιδιά αυτά. Δυστυχώς, η πραγματικότητα απέχει κατά πολύ από τις εξαγγελίες του ΥΠΠΑΝ.
Υπό κανονικές συνθήκες, η στήριξη των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία γίνεται από εκπαιδευτικούς του σχολείου, μόνιμο προσωπικό. Αξίζει να σημειωθεί, πως τα τελευταία χρόνια έχει γίνει επιλογή και επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό, με σειρά επιμορφώσεων και ετοιμασία σχετικού διδακτικού υλικού, ώστε το προσωπικό αυτό να επιφορτιστεί με επάρκεια τη στήριξη των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία. Τα παιδιά αυτά τυγχάνουν στήριξης και διδασκαλίας σε μικρές ομάδες μερικές ώρες τη βδομάδα, καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς.
Το ΥΠΠΑΝ εφάρμοσε το πρόγραμμα ΔΡΑΣΕ πιλοτικά από το 2015 και φέτος αποφάσισε όπως το επεκτείνει σε περισσότερα σχολεία, και τροποποιήσει τον τρόπο λειτουργίας του. Το ΥΠΠΑΝ θα αντλήσει ένα κονδύλι 60 εκατομμυρίων από την ΕΕ για αυτό τον σκοπό.
Πριν καν εφαρμοστεί το πρόγραμμα έχουν προκύψει δεκάδες προβλήματα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος αντί να ενισχύσει τα παιδιά που τόσο πολύ το χρειάζονται, να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο το χάσμα και την ανισότητα από τα υπόλοιπα παιδιά.
Καταρχάς το πρόγραμμα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο. Τα παιδιά για τα οποία το ΥΠΠΑΝ εφαρμόζει αυτό το πρόγραμμα, θα μείνουν χωρίς στήριξη για μερικούς μήνες, κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Προβληματισμό δημιουργεί και το γεγονός πως οι ώρες που θα δοθούν στα 52 σχολεία ΔΡΑΣΕ που λειτουργούσαν και πέρσι το πρόγραμμα, θα είναι μειωμένες τη νέα σχολική χρονιά. Οι ώρες που είχαν τα 52 αυτά σχολεία για διδασκαλία παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία πλέον δεν παρέχονται στα σχολεία και ένα μέρος από τις ώρες ΔΡΑΣΕ θα αφιερώνεται για τη μεταναστευτική βιογραφία μέσω μεταβατικών τμημάτων.
Το πρόγραμμα λειτουργεί με την εργοδότηση εκπαιδευτικών με το καθεστώς της αγοράς υπηρεσιών. Το γνωστό καθεστώς στο οποίο αντιτίθενται πλέον οι πάντες, εκπαιδευτικοί, εκπαιδευτικές οργανώσεις, συντεχνίες, το Διοικητικό Δικαστήριο, πολιτικά κόμματα, το κυβερνών κόμμα, πλην της Κυβέρνησης. Αυτό το απάνθρωπο καθεστώς στερεί από τους υπαλλήλους βασικά εργασιακά δικαιώματα, πέρα από την εξευτελιστική αντιμισθία, όπως το ανεργιακό επίδομα, άδεια ασθενείας, άδεια απουσίας, και άλλα. Με αυτό το καθεστώς λοιπόν, θα εργοδοτηθούν περίπου 515 εκπαιδευτές στη Δημοτική Εκπαίδευση. 190 από αυτούς θα προσφέρουν υπηρεσίες για διδασκαλία των μεταβατικών τμημάτων (τάξεις υποδοχής) και 325 θα λειτουργούν ως βοηθοί εκπαιδευτικού στις τάξεις των σχολείων ΔΡΑΣΕ. Οι εκπαιδευτές θα εργάζονται για 15 ώρες στο σχολείο και δεν θα εκτελούν άλλα καθήκοντα πέραν της διδασκαλίας.
Το καθεστώς εργοδότησης είναι και η μεγαλύτερη αιτία σωρείας προβλημάτων που δημιουργούνται σε αυτό το πρόγραμμα, από τα οποία αναφέρουμε μερικά:
- Με τον μισθό που λαμβάνουν οι εκπαιδευτές και τους εξευτελιστικούς όρους εργασίας της αγοράς υπηρεσιών, αποχωρούν (δικαιολογημένα) από το πρόγραμμα με την πρώτη ευκαιρία. Σε προηγούμενες χρονιές είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο μία θέση στα ΔΡΑΣΕ να αλλάζει 3 εκπαιδευτές. Αυτή η αστάθεια αναπόφευκτα, έχει μαθησιακές και συναισθηματικές συνέπειες στα παιδιά.
- Οι σχολικές μονάδες γεμίζουν με «αλεξιπτωτιστές» εκπαιδευτικούς, οι οποίοι με βάση το συμβόλαιό τους προσέρχονται στο σχολείο για μερικές ώρες την ημέρα και όταν τελειώσουν το μάθημά τους αποχωρούν. Αυτό δημιουργεί πρόσθετα καθήκοντα στις διευθυντικές ομάδες των σχολείων και αναστατώνει τις σχολικές μονάδες. Ο καταρτισμός του σχολικού προγράμματος δε είναι μια σπαζοκεφαλιά για γερούς λύτες.
- Δημιουργείται σοβαρό ζήτημα συνοχής και ομοιογένειας στο προσωπικό των σχολείων και στο ευρύτερο εργασιακό περιβάλλον. Το σχολείο θα κατακλυστεί με επισκέπτες εργαζομένους βραχείας παρουσίας, που ουσιαστικά θα είναι αδύνατον να ενσωματωθούν στο σχολικό γίγνεσθαι.
- Συνεχίζουν επίσης να υφίστανται τα νομικά ζητήματα και ζητήματα νομικής ευθύνης που συνοδεύουν το καθεστώς των αυτοτελώς εργαζομένων στα σχολεία και που το ΥΠΠΑΝ απέτυχε πολλάκις να απαντήσει ή να διασαφηνίσει. Ταυτόχρονα δεν υπάρχει θεσμοθετημένο πλαίσιο εποπτείας, αξιολόγησης, στήριξης των εργαζομένων με το καθεστώς αυτό.
- Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών είναι άλλο ένα μεγάλο ερωτηματικό. Δεν έχει διευκρινιστεί πότε και πώς θα επιμορφωθούν οι εκπαιδευτές. Είναι σκανδαλώδες να υπάρχει ήδη επιμορφωμένο προσωπικό στα συγκεκριμένα σχολεία για τη διδασκαλία των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία και το ΥΠΠΑΝ να προχωρεί σε αγορά υπηρεσιών για τον ίδιο σκοπό.
- Μια άλλη παράμετρος που δεν έχει ληφθεί υπόψη είναι ο χώρος στον οποίο θα λειτουργούν τα μεταβατικά τμήματα. Στα σχολεία θα λειτουργούν 1, 2, 3 ή περισσότερα μεταβατικά τμήματα για 10 – 15 ώρες τη βδομάδα. Δεδομένου της έλλειψης διαθέσιμων χώρων στα σχολεία είναι άξιο απορίας το πού θα διδάσκονται τα παιδιά. Αξίζει να αναφερθεί πως αν αυτά τα μεταβατικά τμήματα θέλουμε να κάνουν τα παιδιά να νιώσουν άνετα, θα πρέπει να διαμορφωθούν με τέτοιο τρόπο που να ομοιάζουν με μια συνηθισμένη τάξη.
- Το ΥΠΠΑΝ θέλοντας να ενισχύσει τα παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία θα τα βγάζει από την σταθερή τους τάξη για 10 – 15 (από τις 35) ώρες τη βδομάδα, για να τους μάθει την ελληνική γλώσσα. Είναι άξιο απορίας ποια αντικείμενα της σταθερής τους τάξης δεν θα παρακολουθούν. Θα αποχωρούν από την τάξη τους στα Ελληνικά μόνο; Εκτός από το γεγονός πως οι ώρες που διδάσκονται Ελληνικά είναι λιγότερες από τις ώρες που θα λειτουργεί το μεταβατικό τμήμα, στα Ελληνικά θα υπάρχει δεύτερος εκπαιδευτικός στην τάξη για να στηρίζει τα παιδιά. Γιατί να μην επωφελούνται και αυτά τα παιδιά από τον δεύτερο εκπαιδευτικό στην τάξη; Αν θα αποχωρούν στα «δευτερεύοντα» μαθήματα τότε εγείρονται άλλα ερωτήματα. Τα παιδιά θα διδάσκονται όλη μέρα Ελληνικά/Μαθηματικά στην τάξη και Ελληνικά στο μεταβατικό τμήμα; Τι γίνεται με τα υπόλοιπα αντικείμενα που εξοικειώνουν τα παιδιά με την κυπριακή πραγματικότητα ή τους προσφέρουν ευχαρίστηση και κοινωνικοποίηση;
- Ένα άλλο ερώτημα που πρέπει να απαντήσει το ΥΠΠΑΝ είναι το εξής: Αφού άλλαξαν το σύστημα διορισμού το 2015 για να διορίζονται δήθεν οι καλύτεροι εκπαιδευτικοί, γιατί δεν διορίζουν μέσω αυτού του συστήματος τους εκπαιδευτές στα ΔΡΑΣΕ; Μήπως τα παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία δεν αξίζουν τους «καλύτερους» εκπαιδευτικούς;
Κλείνοντας, παρατίθενται οι στόχοι του προγράμματος ΔΡΑΣΕ, από την ιστοσελίδα του ΥΠΠΑΝ για προβληματισμό:
Αβίαστα προκύπτουν τα εξής ερωτήματα: Επιτυγχάνονται αυτοί οι στόχοι ή μήπως ενισχύονται οι ανισότητες και διαιωνίζεται η περιθωριοποίηση; Ο στόχος του ΥΠΠΑΝ είναι η βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων ή η άντληση εκατομμυρίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση;
*Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας ΑΚΙΔΑ
**Μιχάλης Αλεξόπουλος, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας ΑΚΙΔΑ
ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ* ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΕΛΠΙΝΙΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗ**
Ας αρχίσουμε με την αξίωση ότι τα σχολεία αποτελούν κοινότητες και όχι απλά συστήματα. Ως εκ τούτου, τα σχολεία ως κοινότητες δε λειτουργούν μονοδιάστατα με μοναδικό στόχο την εφαρμογή των Αναλυτικών Προγραμμάτων του ΥΠΠΑΝ αλλά σχηματίζουν αναπόφευκτα ένα σχολικό κλίμα και μια σχολική κουλτούρα και με τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν αναπτύσσει την πολυδιάστατη δράση του, τόσο όσο αφορά στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, όσο και σε ότι αφορά στο παραπρόγραμμα, δηλαδή σε όλες τις δράσεις και εκδηλώσεις που δεν εμπίπτουν στο Επίσημο Αναλυτικό Πρόγραμμα του ΥΠΠΑΝ.
Ως κλίμα θεωρείται η ατμόσφαιρα του σχολείου και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η σχολική κουλτούρα, μια πιο ευρεία έννοια, αφορά στην ταυτότητα, στις νόρμες, στις αξίες και στο όραμα του σχολείου· στο τι πραγματικά συμβαίνει και ποιο νόημα δίνεται σε συμπεριφορές, δραστηριότητες και γεγονότα. Το σχολικό κλίμα και η σχολική κουλτούρα είναι ιδιαίτερα σημαντικά καθώς επηρεάζουν τη ψυχική διάθεση και την παραγωγικότητα των εκπαιδευτικών, όπως επίσης, τη σφαιρική δράση που διεξάγεται στο σχολείο. Κατά συνέπεια, η επιρροή του σχολικού κλίματος και της σχολικής κουλτούρας είναι καταλυτική και στη συναισθηματική κατάσταση των παιδιών, στο αίσθημα της οικειότητας και της ασφάλειας που εισπράττουν στο σχολείο τους. Επιπρόσθετα, ένα θετικό κλίμα και μια ώριμη μέσα από τον χρόνο σχολική κουλτούρα εισπράττεται και από τους ίδιους τους γονείς, οι οποίοι γνωρίζοντας τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου, το εμπιστεύονται και αισθάνονται με τη σειρά τους βεβαιότητα και ασφάλεια.
Σε περίπτωση που υφίσταται η ανάγκη βελτίωσης του σχολικού κλίματος και της σχολικής κουλτούρας καίριο ρόλο κατέχει η ηγετική ομάδα αλλά και η ενεργή εμπλοκή του προσωπικού. Το ανθρώπινο δυναμικό στο σύνολό του χρειάζεται να διερευνήσει και να αξιολογήσει την υπάρχουσα κατάσταση και να προβεί στον σχεδιασμό ενός πλάνου δράσης. Αμφότερες η διαδικασία της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και η επανάδραση είναι διαδικασίες μακροχρόνιες που απαιτούν συστηματικότητα και συνέχεια.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσπάθεια αλλαγής και βελτίωσης ενός σχολείου είναι μια πολύπλευρη, μακροπρόθεσμη πορεία, στην οποία εκ των ων ουκ άνευ κρίνονται η ανάπτυξη της συναδελφικότητας, της επικοινωνίας και ισχυρών δεσμών συνεργασίας μεταξύ του προσωπικού, όπως επίσης, και η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Οι συχνές αλλαγές στη σύνθεση του προσωπικού ένεκα των κανονισμών των μεταθέσεων των εκπαιδευτικών τερματίζουν ή επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις στην προσπάθεια αλλαγής και βελτίωσης του σχολείου. Δυστυχώς, στη Δημοτική Εκπαίδευση, οι κανονισμοί μεταθέσεων προνοούν οι εκπαιδευτικοί να είναι υπό μετάθεση στα τρία πρώτα χρόνια σε ένα σχολείο ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν το επιθυμούν, γεγονός που δημιουργεί μεγάλες αλλαγές και προβλήματα στα σχολεία.
Εκεί και όπου το σχολείο έχει επιτύχει να διατηρεί ένα καλό σχολικό κλίμα και θετική σχολική κουλτούρα, η σταθερότητα του προσωπικού επιβάλλεται να υπάρχει καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις το σχολείο ανθίζει, η παραγωγικότητα επέρχεται αβίαστα και παρατηρείται συμμετοχή σε Παγκύπρια, Ευρωπαϊκά και Διεθνή προγράμματα, τα οποία επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις, ολοκληρώνονται σε βάθος χρόνου. Πέρα από αυτά, η σταθερότητα του προσωπικού κρίνεται απαραίτητη στη γνωριμία και στην ανάπτυξη σχέσεων με τους μαθητές, τους γονείς, την τοπική κοινότητα και όλα τα άτομα ή σύνολα με τα οποία συνεργάζεται το σχολείο.
Όπως αναφέρει ο Χρίστος Θεοφιλίδης, στο βιβλίο του «Ορθολογιστική Οργάνωση και Διοίκηση Σχολείου), μεταξύ άλλων, αρκετά γνωρίσματα του αποτελεσματικού σχολείου συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη σταθερότητα του προσωπικού. Πιο συγκεκριμένα παραθέτει ως γνωρίσματα ενός αποτελεσματικού σχολείου τα εξής:
Φαίνεται ότι η σταθερότητα του προσωπικού συνδέεται άρρηκτα με το καλό σχολικό κλίμα και τη θετική σχολική κουλτούρα και αλυσιδωτά επηρεάζει όλες τις πτυχές της δράσης και της λειτουργίας του σχολείου. Adhoc, κρίνεται επιβεβλημένη η ανάγκη άμεσης αλλαγής των κανονισμών μετάθεσης των εκπαιδευτικών που προνοούν συχνές και αχρείαστες μεταθέσεις εκπαιδευτικών και δρουν ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη μιας μακροχρόνιας σχολικής πολιτικής και κουλτούρας. Η ανάπτυξη ενός διαλόγου μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών που θα διαμείβεται τα σχετικά θέματα και θα καθορίζει σε ποιες περιπτώσεις δικαιολογείται η μετάθεση εκπαιδευτικών πριν την ολοκλήρωση ενός πενταετούς ή εξαετούς κύκλου σε ένα σχολείο θα δώσει λύσεις, οι οποίες θα είναι προς όφελος και μόνο των σχολείων, των παιδιών, των εκπαιδευτικών και της παιδείας γενικότερα.
*Γενικός αντιπρόσωπος ΠΟΕΔ , Αντιπρόεδρος Α.Κί.ΔΑ
**Γραμματέας ΠΟΕΔ Λάρνακας, Πρόεδρος Α.Κί.ΔΑ Λάρνακας
Μια ιδιαίτερη σχολική χρονιά, η πρώτη που εξελίχθηκε ολόκληρη σε συνθήκες πανδημίας και απαιτητικών υγειονομικών πρωτοκόλλων, έχει ολοκληρωθεί. Με το κλείσιμο των σχολείων ξεκινά ένας αγώνας προετοιμασίας και στελέχωσης για την επόμενη σχολική χρονιά από την Επίσημη Πλευρά, με στόχο να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος και ο Σεπτέμβρης να τους βρει καθόλα έτοιμους για την επαναλειτουργία των σχολείων.
Η σχολική χρονιά 2021-22 θα είναι η δεύτερη χρονιά κατά την οποία η αύξηση της ηλικίας εισδοχής στην Α’ Δημοτικού θα επηρεάσει τους αριθμούς των μαθητών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΠΑΝ, το 2021-22 θα φοιτήσουν στα δημοτικά 1,722 μαθητές λιγότεροι, γεγονός που μειώνει τον αριθμό των τμημάτων κατά 74 και τις ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό κατά περίπου 90. Μια λογική εξέλιξη η οποία λίγο πολύ ήταν αναμενόμενη το 2017 όταν η ΠΟΕΔ συμφωνούσε και συναινούσε στην εν λόγω μεταρρύθμιση, η οποία αποτελούσε και πάγιο αίτημά της. Μήπως η ΠΟΕΔ δεν γνώριζε ή αδιαφορούσε για το ενδεχόμενο μείωσης των αναγκών σε εκπαιδευτικό προσωπικό και τον μη επαναδιορισμό μεγάλου αριθμού συμβασιούχων; Σαφώς και όχι! Με επιστολή της στον τότε Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, Χρίστο Χατζηαθανασίου, στις 22 Αυγούστου 2017, αποδέχθηκε την πρόταση κάτω από τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
Με τις διεργασίες για τη στελέχωση της επόμενης χρονιάς να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, το ΥΠΠΑΝ έχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εφαρμόσει πολιτικές στήριξης και ενδυνάμωσης των μαθητών και παράλληλα να επαναδιορίσει όλους τους εκπαιδευτικούς που εργάζονταν κατά τη σχολική χρονιά 2020-2021. Η διδασκαλία κάτω από συνθήκες πανδημίας σαφώς και επηρεάζει τη διαδικασία της μάθησης, την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε εκπαιδευτικό – μαθητή και ανάμεσα στους ίδιους τους μαθητές αλλά έχει επηρεάσει και συναισθηματικά, κοινωνικά, ψυχικά και γνωστικά μια τεράστια μερίδα μαθητών. Τα παιδιά των μικρών τάξεων δεν έχουν γνωρίσει το σχολείο της στενής αλληλεπίδρασης, την ομαδικότητας και της συνεργασίας. Δεν έχουν πάει εκδρομή, δεν έχουν παρουσιάσει μια σχολική γιορτή, δεν έχουν μάθει να δανείζουν και να δανείζονται. Έχουν μάθει να τηρούν αποστάσεις, να πλένουν και να απολυμαίνουν τα χέρια τους, να μην αγγίζουν και να μην μοιράζονται.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας οι εκπαιδευτικοί ζητούσαν και εξακολουθούν να ζητούν από το ΥΠΠΑΝ μέτρα στήριξης, έτσι ώστε αφενός να μπορούν μαθητές και εκπαιδευτικοί να προστατευτούν από την πανδημία και αφετέρου να στηριχθούν τα παιδιά τα οποία έχουν επηρεαστεί περισσότερο. Η απάντηση του ΥΠΠΑΝ ήταν πάντα πως δεν υπάρχουν αίθουσες, δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί. Την επόμενη σχολική χρονιά το ΥΠΠΑΝ έχει την ευκαιρία να μειώσει τον μέγιστο αριθμό των μαθητών, εκεί και όπου χρειάζεται και εκεί και όπου υπάρχει η δυνατότητα. Γνωρίζουμε από τώρα πως θα υπάρχουν τουλάχιστον 74 άδειες αίθουσες. Το ΥΠΠΑΝ μπορεί να αξιοποιήσει τη μείωση των μαθητών ως εξής:
Είναι ξεκάθαρο πως η νέα σχολική χρονιά, αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία για το ΥΠΠΑΝ, να προχωρήσει σε εκείνες τις καινοτομίες και αλλαγές που θα βοηθήσουν ουσιαστικά τα σχολεία. Αναντίλεκτα τα σχολεία τις δύο προηγούμενες σχολικές χρονιές έχουν ταλαιπωρηθεί από την πανδημία και ό,τι αυτή επέφερε στην καθημερινότητά τους. Τα παιδιά έχουν στερηθεί ζωτικής φύσης στοιχεία της Εκπαίδευσης και παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των εκπαιδευτικών μας, έχουν ζήσει ένα σχολείο με περιορισμούς, ελλείψεις, μέτρα και αποστάσεις. Το ΥΠΠΑΝ μπορεί να γεφυρώσει αυτό το κενό, υιοθετώντας πολιτικές που θα ενισχύσουν το Δημόσιο Σχολείο και θα βοηθήσουν ταυτόχρονα και την κοινωνία.
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Έξι σχεδόν χρόνια μετά την ψήφιση του Νέου Σχεδίου Διορισμού στην εκπαίδευση και την ολοκλήρωση δύο εξεταστικών διαδικασιών (2017 και 2019), σύμφωνα με δημόσιες τοποθετήσεις του ΥΠΠΑΝ, εξετάζεται η επαναξιολόγηση της συχνότητας διεξαγωγής των εξετάσεων και η ισχύς που θα έχει η εξέταση για τους συμμετέχοντες. Σημειώνεται, πως με τα υφιστάμενα δεδομένα, οι γραπτές εξετάσεις διεξάγονται κάθε δύο χρόνια και η μοριοδότηση που λαμβάνει ένας υποψήφιος από τη γραπτή εξέταση ισχύει για δέκα χρόνια[1].
Πολύ πριν την ψήφιση του Νέου Σχεδίου, η Κυβέρνηση αλλά και η Βουλή είχε προειδοποιηθεί για σωρεία προβλημάτων που θα δημιουργούνταν από την εφαρμογή του νέου σχεδίου. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που είχαν εντοπισθεί και αναδειχθεί, ήταν η συνεχής ανακύκλωση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι θα εργάζονταν για ένα ή δύο χρόνια στα σχολεία μας και μετά θα αντικαθίστονταν από άλλους εκπαιδευτικούς. Στην περίπτωση που εκπαιδευτικοί πετύχαιναν να διοριστούν και για δεύτερη διετία τότε θα έκλειναν το λεγόμενο «30μηνο», εξασφαλίζοντας (δικαίως) εργοδότηση με το καθεστώς αορίστου χρόνου, υποχρεώνοντας την πολιτεία να τους εργοδοτεί στη συγκεκριμένη θέση για όσο είναι διαθέσιμη. Ήδη στη Δημοτική, Προδημοτική και Ειδική Εκπαίδευση, του χρόνου θα αυξηθούν κατά περίπου 50% οι αορίστου χρόνου εκπαιδευτικοί, μειώνοντας τις διαθέσιμες συμβάσεις που θα διεκδικηθούν από τους δύο καταλόγους.
Συνεπώς, έχει δημιουργηθεί το εξής παράδοξο: Είτε θα ανακυκλώνονται οι εκπαιδευτικοί κάθε δύο χρόνια έτσι ώστε να μην μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, είτε θα σταματήσει να έχει λόγο ύπαρξης το νέο σχέδιο και δεν θα υπάρχει λόγος διεξαγωγής εξετάσεων για τις ελάχιστες διαθέσιμες θέσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του ΥΠΠΑΝ[2], η Κυβέρνηση φαίνεται να προτιμά και να εμμένει στην ανακύκλωση εκπαιδευτικών, εξετάζοντας μείωση της διάρκειας που ισχύει η μοριοδότηση των εξετάσεων σε πολύ μικρότερη, σε όμοια επίπεδα με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αυτό σημαίνει πως κάθε 1 ή 2 χρόνια οι υποψήφιοι θα πρέπει να παρακάθονται εξετάσεις, για να πετύχουν τον πολυπόθητο διορισμό ή αν το έχουν ήδη πετύχει, να μην απολυθούν. Παράλληλα, αυτή η εισήγηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει και ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα το οποίο έχει εντοπισθεί, τη σύγκριση και τη στάθμιση των βαθμολογιών των εξετάσεων που διεξάγονται σε διαφορετικές χρονιές. Από την εισήγηση που έχει εκφέρει ο ΥΠΠΑΝ, προκύπτει και το εξής παράδοξο. Ενώ στον δημόσιο τομέα, τυχόν επιτυχία στις εξετάσεις εξασφαλίζει απευθείας μονιμοποίηση, στην Εκπαίδευση θα συνεχίσει να προσφέρει εργοδότηση ορισμένου χρόνου (συμβάσεις ή ακόμη και αντικαταστάσεις).
Είναι εμφανές, πως η Κυβέρνηση συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους εκπαιδευτικούς ως αναλώσιμους, επιμένοντας να τους υποβάλλει σε μια επίπονη, χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία, μόνο για να τους αποβάλει από τα σχολεία μετά από ένα ή δύο χρόνια. Αυτή η αντιμετώπιση δεν έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις στους εκπαιδευτικούς αλλά και στο εκπαιδευτικό σύστημα και στους μαθητές. Εκπαιδευτικοί οι οποίοι διορίζονται για πρώτη φορά αποβάλλονται από τα σχολεία πριν καλά καλά προσαρμοστούν στη σχολική καθημερινότητα, αναγκάζοντάς τους παράλληλα να αναλώνουν τεράστιες προσπάθειες για να πετύχουν τον επαναδιορισμό τους. Με απλά λόγια, το εκπαιδευτικό σύστημα προσανατολίζεται να έχει αναλώσιμο ανθρώπινο δυναμικό, μιας χρήσης.
Η λύση για να αντιμετωπισθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι απλή, και είχε ακουστεί και πριν τη ψήφιση του ΝΣΔΕ το 2015. Ιδανικά, η διεξαγωγή εξετάσεων θα έπρεπε να καταργηθεί, αφού τίθεται υπό αμφισβήτηση κατά πόσο μία εξέταση μπορεί να εντοπίσει τον ικανότερο εκπαιδευτικό. Έχοντας όμως υπόψη μας πως σε ενδεχόμενη κατάργησή της θα σταθεί εμπόδιο η Κυβέρνηση αλλά και τα κοινοβουλευτικά κόμματα τα οποία εμμονικά υποστήριξαν τις εξετάσεις, μια μέση λύση είναι η εξέταση να είναι “pass or fail” και να μην χρησιμοποιείται για σκοπούς κατάταξης των υποψηφίων. Οι υποψήφιοι στον κατάλογο διορισίμων, θα πρέπει να πετύχουν στην εξέταση μία φορά για να συμπεριληφθούν στον κατάλογο και θα λαμβάνουν μόρια μόνο για τα εξής: Έτος κατάθεσης πτυχίου, βαθμό πτυχίου, εκπαιδευτική υπηρεσία, πρόσθετα προσόντα (μεταπτυχιακό/διδακτορικό) και εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας.
Παράλληλα, κρίνεται σημαντικό, η βαρύτητα του πτυχίου να αυξηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό και το επίπεδο / κατάταξη του πανεπιστημίου από το οποίο έχει αποφοιτήσει ο εκπαιδευτικός. Μια τέτοια παράμετρος σαφώς και θα διασφαλίσει δικαιότερη μοριοδότηση των υποψηφίων. Η εξεύρεση μιας φόρμουλας αξιολόγησης των πανεπιστημίων και επέκτασή της ως προς το σύστημα διορισίμων, θα αναγκάσει τα πανεπιστήμια να διατηρήσουν σε ψηλά επίπεδα τους κλάδους σπουδών που προσφέρουν και τα κριτήρια επιλογής των φοιτητών τους. Ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ως προς το επίπεδο των ακαδημαϊκών προγραμμάτων που προσφέρουν, μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει και αυτό θα ωθήσει τα πανεπιστήμια να καθιερώσουν αυστηρότερα κριτήρια αποδοχής φοιτητών, έτσι ώστε να βελτιώσουν την κατάταξή τους.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να διασφαλιστεί πως τα άτομα που διορίζονται από τους καταλόγους έχουν επαφή με το αντικείμενό τους. Άτομα τα οποία δεν έχουν εργαστεί σε δημόσιο ή αναγνωρισμένο ιδιωτικό σχολείο στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια και πλησιάζουν στον διορισμό, θα πρέπει να παρακολουθήσουν τακτά επιμορφωτικά μαθήματα την προηγούμενη χρονιά. Μια τέτοια λύση θα διασφαλίσει πως είτε τα άτομα που διορίζονται έχουν επαφή με το αντικείμενό τους είτε έχουν επιμορφωθεί πριν εισέλθουν σε σχολική τάξη.
Ταυτόχρονα, επιβάλλεται ο περιορισμός του αριθμού φοιτητών που προορίζονται για εκπαιδευτικοί. Σύμφωνα με τους KcKinsey & Company (2007)[3], τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα επιλέγουν τους εκπαιδευτικούς πριν αρχίσουν το πτυχίο τους στο Πανεπιστήμιο και περιορίζουν τις προσλήψεις για εκείνους που έχουν επιλεγεί. Το σκεπτικό εδράζεται στο γεγονός πως μια πιθανή αποτυχία περιορισμού του αριθμού των αποφοίτων από τα Πανεπιστήμια, οδηγεί αναπόφευκτα σε υπερπροσφορά υποψηφίων, που συνεπώς επηρεάζει αρνητικά το επίπεδο των εκπαιδευτικών. Με τον έλεγχο ή τον περιορισμό των θέσεων που προσφέρονται στα πανεπιστήμια, έτσι ώστε η προσφορά να ανταποκρίνεται στη ζήτηση, επιτυγχάνουν να προσλαμβάνουν τους καλύτερους εκπαιδευτικούς. Η έκθεση Ευρυδίκη (2013)[4] αναφέρει πως σχεδόν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν λάβει μέτρα παρακολούθησης της ισορροπίας στην προσφορά και στη ζήτηση εκπαιδευτικών, με στόχο να προεξοφλούν και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες πρόσληψης εκπαιδευτικών. Εξαίρεση αποτελούν η Γερμανόφωνη κοινότητα του Βελγίου, η Δανία, η Κύπρος, η Πολωνία και η Κροατία.
Συνοψίζοντας, οι κυβερνώντες πρέπει να αντιληφθούν πως η σταδιακή κατάργηση των εξετάσεων είναι αναπόφευκτη. Οι συνεχείς απέλπιδες προσπάθειες της επίσημης πλευράς για δημιουργία λόγου ύπαρξης των εξετάσεων μέσω της ανακύκλωσης εκπαιδευτικών μόνο προβλήματα, σύγχυση και αναστάτωση δημιουργούν. Παράλληλα, το ενδεχόμενο γκρεμίσματος όλου του οικοδομήματος αν υποψήφιοι κινηθούν νομικά εναντίων του είναι ορατό, κάτι που θα έχει καταστροφικές οικονομικές αλλά και εκπαιδευτικές συνέπειες. Το κράτος οφείλει να σταματήσει να αντιμετωπίζει τους εκπαιδευτικούς ως αναλώσιμους και να εξεύρει δίκαιες, ουσιαστικές και ανθρώπινες λύσεις, σε ένα πρόβλημα που το ίδιο έχει δημιουργήσει.
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
[1] http://www.cylaw.org/nomoi/enop/ind/1969_1_10/section-scc72caffc-bd13-a094-ab9c-913511fcca3b.html
[2] https://www.philenews.com/koinonia/eidiseis/article/1197359
[3] McKinsey & Company (2007). How the world's best-performing school systems come out on top.
[4] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, EACEA, Eurydice, 2013. Αριθμοί Κλειδιά για Εκπαιδευτικούς και Διευθυντές
Σχολείων στην Ευρώπη. Έκδοση 2013. Έκθεση Ευρυδίκη. Λουξεμβούργο: Γραφείο Δημοσιεύσεων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΤΗΣ ΕΛΙΝΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ*
Το 2019 το Συμβούλιο της Ευρώπης σε συνέδριο με θέμα «High-Quality Early Childhood Education and Care Systems» με συμμετέχοντες όλους του υπουργούς παιδείας της ΕΕ, υπέβαλε εισηγήσεις με στόχο την αναβάθμιση της προσχολικής εκπαίδευσης στην ΕΕ και συστάθηκε σχετική έκθεση[1]. Στην έκθεση της επιτροπής τονίζεται πως συγκριτικά με τις επενδύσεις που γίνονται στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης, η προσχολική εκπαίδευση είναι η βαθμίδα που αποφέρει τα μεγαλύτερα κέρδη. Η επένδυση όμως μπορεί να είναι αποδοτική μόνο εάν οι υπηρεσίες που προσφέρονται είναι υψηλής ποιότητας, προσιτές, προσβάσιμες και χωρίς αποκλεισμούς. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο οι υψηλής ποιότητας υπηρεσίες προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας προσφέρουν οφέλη. Οι υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας έχουν σημαντικά αρνητικό αντίκτυπο στα παιδιά και στην κοινωνία συνολικά.
Στην έκθεση δίνεται έμφαση στην επαρκή στελέχωση των σχολείων με κατάλληλα καταρτισμένο προσωπικό ως ένα από τα πιο βασικά στοιχεία για υψηλή ποιότητα εκπαίδευσης, με ιδιαίτερη αναφορά στην ανάγκη για εξειδίκευση του επαγγέλματος της σχολικής βοηθού. Στην έκθεση Ευρυδίκη, 2019 [2] η σχολική βοηθός ορίζεται ως το άτομο που στηρίζει το παιδαγωγικό έργο της νηπιαγωγού βοηθώντας παιδιά σε μικρές ομάδες ή όλη την τάξη σε καθημερινή βάση. Γίνεται αναφορά στη σημαντικότητα στελέχωσης της κάθε τάξης νηπιαγωγείου με περισσότερους από ένα εξειδικευμένους ενήλικες έτσι ώστε οι παιδαγωγοί να μπορούν να ανταποκρίνονται επαρκώς στις ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες για στήριξη που έχουν τα νήπια. Τα στατιστικά στην έκθεση δείχνουν ότι μόνο 12 χώρες από τις 38 δεν εφαρμόζουν το θεσμό της σχολικής βοηθού από τις οποίες όμως κάποιες έχουν 2 ή και 3 νηπιαγωγούς σε κάθε τάξη ή έχουν αριθμό παιδιών μικρότερο των 20. Η Κύπρος, η Αλβανία και η Πολωνία είναι οι 3 χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό παιδιών σε κάθε τάξη, 25, χωρίς τη δυνατότητα στήριξης του παιδαγωγικού έργου της νηπιαγωγού από σχολικούς βοηθούς ή άλλους νηπιαγωγούς.
Οι συστάσεις της έκθεσης του 2019 προς τους Ευρωπαίους υπουργούς παιδείας, βασίζονται σε πορίσματα έκθεσης που εκπονήθηκε από την Ευρωπαϊκή επιτροπή το 2014 [3] με εισηγήσεις για βελτίωση της προσχολικής εκπαίδευσης. Από το 2014 μέχρι σήμερα, 2021, η Κύπρος έχει προβεί μόνο στις 3 ακόλουθες ενέργειες που σχετίζονται με την προσχολική εκπαίδευση:
1) Αυξήθηκε το όριο ηλικίας για εισδοχή στο δημοτικό με αποτέλεσμα αρκετά παιδιά να φοιτούν στην Προδημοτική 2 χρονιές. Το μέτρο αυτό δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να προχωρήσουν πιο ώριμα στο δημοτικό. Η συγκεκριμένη ενέργεια όμως έγινε χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών ηλικίας 3 και 4 να αποκλειστεί από τη δημόσια προσχολική εκπαίδευση αφού οι θέσεις είναι υπέρ πλήρης από τα μεγαλύτερα παιδιά. Ενώ ένα ποσοστό παιδιών ηλικίας 5 ετών θα φοιτήσει σε τέσσερις μήνες σε τάξεις που ακόμα είναι ανύπαρκτες.
2) Εφαρμόστηκε πρόγραμμα αξιολόγησης των μαθητών που θα αποφοιτήσουν από το νηπιαγωγείο ενώ γίνονται προσπάθειες για εφαρμογή εξειδικευμένων εργαλείων αξιολόγησης των παιδιών σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα. Παράλληλα γίνεται συζήτηση για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
3) Έχει συσταθεί ένα καινούργιο αναλυτικό πρόγραμμα με έμφαση το παιδί και το παιχνίδι.
Ο τρόπος με τον οποίο το κράτος προσπαθεί να υλοποιήσει τα 2 πρώτα μέτρα, δείχνει την έγνοια προετοιμασίας των παιδιών για φοίτηση στο δημοτικό ενώ η προσπάθεια εφαρμογής του δεύτερου μέτρου αγνοεί και υποτιμά το περιεχόμενο του νέου αναλυτικού προγράμματος. Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής επιτροπής του 2014 τονίζεται ότι η φοίτηση των παιδιών στο νηπιαγωγείο δεν αποσκοπεί στην προετοιμασία τους για την επόμενη βαθμίδα αλλά στο να κτιστεί μια γερή προσωπικότητα του παιδιού στο παρόν. Το κράτος δείχνει να αγνοεί τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής επιτροπής για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα επιφέρουν θετικές αλλαγές, αφού πέραν από τη συγγραφή του αναλυτικού προγράμματος, το οποίο και αυτό φαίνεται να υποτιμάται, δεν έχει γίνει τίποτα άλλο το ουσιαστικό προς αυτή την κατεύθυνση.
Μια τάξη νηπιαγωγείου με 25 παιδιά ηλικίας 3 – 6,9 ετών, με ένα μόνο εξειδικευμένο άτομο και χωρίς την ύπαρξη βοηθητικού προσωπικού όπως αυτό ορίζεται στις εκθέσεις της ΕΕ, απέχει σημαντικά από αυτό που προτείνει η ΕΕ ως εκπαίδευση υψηλής ποιότητας (τα καθήκοντα της σχολικής βοηθού στην Κύπρο επικεντρώνονται στην καθαριότητα και σε διαδικαστικά θέματα που επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου. Η πρόσληψη τους γίνεται από επιτροπή που δεν έχει σχέση με την εκπαίδευση, αφού ο ρόλος τους δεν είναι σχετικός με το παιδαγωγικό έργο όπως ισχύει με το θεσμό της σχολικής βοηθού στην ΕΕ). Με τέτοιες αντιστοιχίες[4] [5] [6] [7]η παιδαγωγός δεν μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις ανάγκες των παιδιών, τα επίπεδα άγχους στις σχολικές μονάδες είναι αυξημένα και οι μαθησιακοί στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν στο επιθυμητό επίπεδο. Οι προσπάθειες λοιπόν εφαρμογής εξειδικευμένων εργαλείων αξιολόγησης με αυτά τα δεδομένα, μοιάζουν με τη διαδικασία αξιολόγησης των καρπών ενός δέντρου στο οποίο παρέχεται ελάχιστη φροντίδα αλλά υπάρχει η ελπίδα ότι οι καρποί θα είναι καλοί. Και ενώ γνωρίζουμε πως αυτό το δέντρο χρειάζεται νερό, λίπασμα, κλάδεμα για να μπορέσει να αποδώσει, οι τεχνοκράτες θεωρούν πως οι καρποί του δέντρου μπορούν να βελτιωθούν απλά αξιολογώντας τους. Με κύριο στόχο την καλή εικόνα/κατηγοριοποίησή τους που θα έχουν για το επόμενο στάδιο, στην «αγορά».
Είναι καιρός ως Κύπρος να λάβουμε υπόψη τα ερευνητικά δεδομένα που υπάρχουν σχετικά με την προσχολική εκπαίδευση και τις σχετικές συστάσεις της ΕΕ. Να γίνουν σωστές και στοχευόμενες μεταρρυθμίσεις βάση ερευνητικών δεδομένων, οι οποίες θα βελτιώσουν σημαντικά την ποιότητα των νηπιαγωγείων με τεράστια οφέλη τόσο για την κοινωνική ανάπτυξη όσο και για την οικονομία της χώρας.[8] [9] [10]
Νηπιαγωγός
Γενικός γραμματέας της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΙΔΑ, Πάφου
[1] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/PDF/?uri=CELEX:32019H0605%2801%29
[2] file:///C:/Users/User/Documents/EC0319375ENN.en%20(1).pdf
[3] Proposal for key principles of a Quality Framework for Early Childhood Education and Care (2014), report of the Working Group on Early Childhood Education and Care under the auspices of the European Commission.
[5] Munton, T., Mooney, A., Moss, P., Petrie, P., Clark, A., Woolner, J., et al. (2002). Research on ratios, group size and staff qualifications and training in early years and childcare settings. TCRU: University of London. Commissioned by the Department for Education and Skills.
[6] Sylva, K., Melhuish, E. C., Sammons, P., Siraj-Blatchford, I. and Taggart, B. (2004) The Effective Provision of Pre-School Education (EPPE) Project. Effective Pre-School Education. London: DfES / Institute of Education: University of London.
[7] Munton, T., Mooney, A., Moss, P., Petrie, P., Clark, A., Woolner, J., et al. (2002). Research on ratios, group size and staff qualifications and training in early years and childcare settings. TCRU: University of London. Commissioned by the Department for Education and Skills.
[8] Bakken, L., Brown, N. & Downing, B. (2017). “Early Childhood Education: The Long-Term Benefits,” Journal of Research in Childhood Education.
[9] Barnett, W.S. (2008). Preschool Education and Its Lasting Effects: Research and Policy Implications (Boulder and Tempe, Ariz.: Education and the Public Interest Center & Education Policy Research Unit).
[10]https://economics.nd.edu/assets/151221/buckles_the_economics_of_early_childhood_investments.pdf