Αποχαιρετώντας το 2022, αφήνουμε πίσω ακόμη μια δύσκολη χρονιά στα της Κυπριακής Εκπαίδευσης. Με αρκετά ανοιχτά ζητήματα τόσο της καθημερινότητας όσο και εκπαιδευτικά, αλλά και συνδικαλιστικά, τα οποία ενώ χρήζουν διαχείρισης και άμεσης επίλυσης, παραμένουν βαλτωμένα, με κύρια ευθύνη την απροθυμία του ΥΠΑΝ να διαβουλευθεί, να χαράξει πολιτική ή έστω να στηρίξει ουσιαστικά. Ενώ αποτελεί απαίτηση της κοινωνίας η ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, το ΥΠΑΝ για ακόμη μια χρονιά σφύριζε αδιάφορα.
Ξεκινώντας από τα θετικά, το 2022, αποτελεί χρονιά ορόσημο για την τελική επίλυση ενός ιδιαίτερα κρίσιμου ζητήματος για τους συναδέλφους, το συνταξιοδοτικό. Κατατέθηκε στη Βουλή και υπερψηφίστηκε το νομοσχέδιο που ρυθμίζει τα Συνταξιοδοτικά Δικαιώματα των συναδέλφων που μονιμοποιήθηκαν κατά ή μετά την 1η Οκτωβρίου του 2011 καθώς και των αορίστου χρόνου εκπαιδευτικών.
Δυστυχώς όμως, το 2022 ήταν ακόμη μια χρονιά που βιώσαμε την απουσία διαλόγου, ειλικρινούς συνεργασίας και θέλησης για στήριξη του Δημόσιου Σχολείου.
Το 2022, επαναλήφθηκε η πρακτική που εφαρμόστηκε και την προηγούμενη χρονιά και παρά τις έντονες πιέσεις, για εφαρμογή του απαράδεκτου καθεστώτος της αγοράς υπηρεσιών στα σχολεία ΔΡΑΣΕ. Ενώ οι ώρες που δικαιούνται τα παιδιά θα έπρεπε να βρίσκονται στο ωρολόγιο του σχολείου, δόθηκαν με το καθεστώς της αγοράς υπηρεσιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ακόμη και η μερική επίλυση του προβλήματος, έγινε καθυστερημένα, αφού οι διορισμοί πραγματοποιήθηκαν τρεις μήνες μετά το άνοιγμα των σχολείων. Ουσιαστικά εκατοντάδες παιδιά στερήθηκαν πολύτιμο διδακτικό χρόνο, με κύρια ευθύνη του Υπουργείου. Ευρύτερα, το καθεστώς της αγοράς υπηρεσιών συνεχίζει να εφαρμόζεται στα προαιρετικά ολοήμερα, με την Επίσημη Πλευρά να αγνοεί επιδεικτικά ακόμη και δικαστικές αποφάσεις.
Ζήσαμε επίσης την προώθηση του νομοσχεδίου στη Βουλή για την επέκταση της Προδημοτικής από την ηλικία των τεσσάρων, με την παράλληλη ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης μέσω κουπονιών, παρά τις καθόλα δικαιολογημένες ενστάσεις τόσο της ΠΟΕΔ όσο και των γονιών. Ένα νομοσχέδιο που πέρασε από χίλια μύρια κύματα, με απειλές, παραπληροφόρηση, ψευδείς αναφορές αριθμών και έντονη την εμμονή για ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και ακόμη παραμένει μετέωρο.
Το 2022, μετά από πέντε χρόνια κατά τα οποία οι κανονισμοί λειτουργίας των δημοτικών σχολείων αγνοούνταν, κατατέθηκαν στη Βουλή χωρίς καμία ενημέρωση και διαβούλευση, αλλαγμένοι και με αρκετές προσθήκες. Προσθήκες που επηρεάζουν την ουσία των κανονισμών, τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών και μετά από την πάροδο τόσων χρόνων σε κάποιο βαθμό δεν είναι καλυπτικοί σε σχέση με τη σύγχρονη σχολική πραγματικότητα. Τελικά, οι κανονισμοί επιστράφηκαν από την Επιτροπή Παιδείας της Βουλής πίσω στο ΥΠΑΝ, με την εντολή να γίνει ουσιαστικός και θεσμοθετημένος διάλογος.
Επίσης, μέσα στο 2022, ο ΥΠΑΝ ανακοίνωσε πως έχουν αποσταλεί στη Νομική Υπηρεσία για επεξεργασία νομοσχέδια για την αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού, ισχυριζόμενος πως έγινε ο απαραίτητος διάλογος και διαβουλεύσεις με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις. Στην πραγματικότητα, παραδόθηκε από το ΥΠΑΝ ένα προσχέδιο για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και κατατέθηκαν προτάσεις και εισηγήσεις από την ΠΟΕΔ. Η πρόταση του ΥΠΑΝ μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ως μια ημιτελής πρόταση με παραμέτρους να απουσιάζουν. Ενώ έγκαιρα κατατέθηκαν εισηγήσεις, ερωτήματα και προβληματισμοί από το καλοκαίρι και ενώ αναμενόταν απάντηση από το ΥΠΑΝ για να συνεχιστεί ο διάλογος, χωρίς καμία ενημέρωση, το ΥΠΑΝ απέστειλε τα νομοσχέδια στη Νομική Υπηρεσία.
Πέρασε ακόμη μια χρονιά που το σχέδιο αξιολόγησης μαθητή, δεν συζητήθηκε και δεν αναθεωρήθηκε εκεί και όπου χρειαζόταν. Στο πλαίσιο και σχετικής συμφωνίας ζητήθηκε πολλές φορές η πραγματοποίηση συναντήσεων για αξιολόγηση των όσων έχουν συμφωνηθεί και εφαρμοστεί σε Προδημοτική και Δημοτική εκπαίδευση με την υιοθέτηση της Σχολικής Έκθεσης Προόδου. Δυστυχώς και το 2022, δεν υπήρξε καμιά ανταπόκριση από πλευράς ΥΠΑΝ. Με έκπληξη δε, είδαμε ανακοίνωση από τους οργανωμένους γονείς, για συμφωνία με το ΥΠΑΝ, ώστε να τους κοινοποιείται η ΣΕΠ, χωρίς να προηγηθεί κανένας διάλογος, με ακόμη μια μονομερή απόφαση εκ μέρους της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας. Σε σχέση με την αξιολόγηση μαθητή στην Προδημοτική Εκπαίδευση, το ΥΠΑΝ προσπάθησε επίσης, να εφαρμόσει ετσιθελικά το διαγνωστικό εργαλείο της Γλώσσας, χωρίς ουσιαστικό διάλογο και με τη διαφωνία της ΠΟΕΔ. Τα διαγνωστικά εργαλεία έμειναν τελικά στα συρτάρια ή κατέληξαν στους κάδους ανακύκλωσης.
Ένα σημαντικό και ζωτικής φύσης ζήτημα, αποτέλεσε η αύξηση των οργανικών θέσεων μονιμοποίησης σε Δημοτική, Ειδική και Προδημοτική Εκπαίδευση. Ενώ πρόκειται για ένα κεφάλαιο που θα βοηθήσει στην ομαλότερη στελέχωση των σχολείων και θα προσφέρει εργασιακή ασφάλεια σε εκατοντάδες συναδέλφους, χωρίς ουσιαστικό κόστος για το κράτος, το ΥΠΑΝ επέδειξε αδικαιολόγητη κωλυσιεργία και αδιαφορία. Σε μια προσφιλή του δε τακτική, διασύνδεσε το θέμα, με μια πρόταση για διαχείριση των στρεβλώσεων που το ίδιο έχει προκαλέσει, στο νέο σύστημα διορισμών. Μια ανεκδιήγητη πρόταση, που καταδεικνύει το πόσο επιδερμικά αντιμετωπίζονται τα θέματα διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού στην εκπαίδευση, καταδεικνύοντας πως η ισονομία, η δικαιοσύνη και ο σεβασμός στους έκτακτους συναδέλφους είναι ψιλά γράμματα για το ΥΠΑΝ. Την ίδια ώρα συνεχίζει να υφίσταται και να παραμένει άλυτο, το σοβαρό πρόβλημα στη στελέχωση των νηπιαγωγείων με διευθυντικό προσωπικό, αφού υπάρχει μεγάλα κενά σε οργανικές διευθυντικές θέσεις και θέσεις βοηθών.
Το 2022 αποτέλεσε τη χρονιά που ενώ η Κυβέρνηση είχε την ευκαιρία να διασφαλίσει τα εργασιακά δικαιώματα των αορίστου χρόνου εκπαιδευτικών, κατά τον ίδιο τρόπο που ισχύει για όλη τη Δημόσια Υπηρεσία, ώστε να υπάρξει ίση μεταχείριση όλων των εργαζομένων αορίστου χρόνου. Και σε αυτή την περίπτωση το ΥΠΑΝ και η Κυβέρνηση ήταν κατώτεροι των περιστάσεων. Ενώ ψηφίστηκε σχετική νομοθεσία από τη Βουλή, η Προεδρία της Δημοκρατίας προχώρησε σε αναπομπή του νόμου, αφήνοντας ακόμη ένα ανοικτό ζήτημα μετέωρο και εκατοντάδες συναδέλφους σε εργασιακή ανασφάλεια.
Βιώσαμε επίσης την κατάργηση πρακτικών που βοήθησαν τα σχολεία για αντιμετώπιση της πανδημίας, που ακόμα μας ταλαιπωρεί. Ειδικότερα, έγινε απόσυρση του πλήρους ωραρίου των αντικαταστατών και διακόπηκε η πληρωμένη άδεια σε ασθενούντες αντικαταστάτες λόγω κορονοϊού. Τερματίστηκε επίσης η αποστολή αντικαταστατών για ολιγοήμερες αντικαταστάσεις, μια πρακτική η οποία βοήθησε να καλύπτονται τα πολλαπλά κενά που καθημερινά προκύπτουν. Ακόμα αδικαιολόγητα, τερματίστηκε η απασχόληση των 116 σχολικών βοηθών στα Νηπιαγωγεία, παρόλο που είναι ξεκάθαρο πως η παρουσία μίας καταρτισμένης σχολικής βοηθού ανά τμήμα είναι απαραίτητη προϋπόθεση της εύρυθμης λειτουργίας ενός νηπιαγωγείου.
Για τα θέματα αντικαταστατών και αντικαταστάσεων ενώ ξεκίνησε ο θεσμοθετημένος διάλογος στη ΜΙΤΕΠΕΥ, με μια συνεδρία μέσα στο καλοκαίρι του 2022, ο διάλογος παρέμεινε στάσιμος, με εμφανή και εδώ την άρνηση του ΥΠΑΝ να λύσει ουσιαστικά και οριστικά τα χρονίζοντα προβλήματα που υπάρχουν.
Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα που χαρακτήρισαν το 2022. Εννοείται πως υπάρχει πληθώρα άλλων ζητημάτων που απασχολούν και χρήζουν άμεσης διαχείρισης και επίλυσης. Η επέκταση του υπεύθυνου τμήματος, η αύξηση του διοικητικού χρόνου, οι κτιριολογικές εγκαταστάσεις που χρειάζονται αναβάθμιση, η εγκατάσταση κλιματιστικών, η στελέχωση των νηπιαγωγείων με βοηθούς σε κάθε τμήμα, η αύξηση των παιδαγωγικών συμβούλων, η δημιουργία νέου και σύγχρονου εκπαιδευτικού υλικού σε πολλά γνωστικά αντικείμενα …
Δυστυχώς η απουσία δημοκρατικού διαλόγου και οι μονομερείς αποφάσεις σημάδεψαν το 2022. Είναι σαφές, πως χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και τη συνδρομή των επηρεαζόμενων δεν μπορούν να συμφωνηθούν και να εφαρμοστούν ουσιαστικές καινοτομίες! Ενώ καλωσορίζουμε το 2023, ευελπιστούμε πως θα πετύχουμε περισσότερα, με ένα πιο συνεργάσιμο Υπουργείο, του οποίου η πολιτική ηγεσία θα αλλάξει και με μια νέα Κυβέρνηση, που ευχόμαστε πραγματικά να έχει όραμα και στρατηγική, για την παιδεία του τόπου
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Το 2015 η Κυβέρνηση και η Βουλή, στο όνομα του «εκσυγχρονισμού» και της απλόχερης προσφοράς ελπίδας σε άνεργους εκπαιδευτικούς, προώθησαν το νέο σύστημα διορισίμων, το οποίο πλασαρίστηκε ως κάτι καινοτόμο και σωτήριο. Πολύ πριν την ψήφιση του σχεδίου, είχε επισημανθεί εμφατικά πως το σχέδιο ήταν διάτρητο από νομικά κενά, αλλά και από στρεβλώσεις, πως η εκπαίδευση του τόπου θα έμπαινε σε αχαρτογράφητα νερά και με μαθηματική ακρίβεια το εγχείρημα θα κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος.
Πέντε μόλις χρόνια μετά την εφαρμογή του σχεδίου, το ΥΠΑΝ έμμεσα παραδέχεται πως έχει αποτύχει. Όντας ανίκανο να προβλέψει τις συνέπειες και αφού δεν κατόρθωσε να διαχειριστεί τα προβλήματα και τις στρεβλώσεις, προσπαθεί απεγνωσμένα να προβεί σε ρυθμίσεις, που αποδεικνύουν πως δεν είχε και δεν έχει κανένα πλάνο. Η δε επιστημονικότητα που υποτίθεται πλαισίωσε το σχέδιο, έχει καταρριφθεί.
Στις 29 Δεκεμβρίου, το ΥΠΑΝ παρουσίασε στις Συνδικαλιστικές Οργανώσεις πρόταση[1] για βελτίωση της διαδικασίας πρόσληψης των εκπαιδευτικών και του συστήματος διορισμών στην εκπαίδευση, η οποία κατά το ΥΠΑΝ θα αποτελέσει τη βάση διαλόγου. Κατά την παρουσίαση του «οράματος» του ΥΠΑΝ, κατατέθηκε η παραδοχή πως δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκ μέρους των εκπαιδευτικών να παρακαθίσουν σε εξετάσεις για να εγγραφούν στον πίνακα διορισίμων. Σημειώθηκε δε, πως ο αριθμός των εκπαιδευτικών που επιτυγχάνουν να εγγραφούν στον πίνακα διορισίμων δεν διασφαλίζει την κάλυψη μελλοντικών αναγκών σε εκπαιδευτικό προσωπικό. Ταυτόχρονα αναφέρθηκε πως ο αριθμός εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου αυξάνεται συνεχώς, πράγμα που θεωρείται προβληματικό εκ μέρους του ΥΠΑΝ.
Η πρόταση του ΥΠΑΝ, πλαισιώθηκε από τον εύηχο στόχο της επένδυσης στη διαδικασία πρόσληψης εκπαιδευτικών και της διασφάλισης της στελέχωσης των σχολείων. Η πρόταση προνοεί σε μορφή πακέτου, τα ακόλουθα:
Με μια πρώτη ανάλυση της πρότασης του ΥΠΑΝ, διαφαίνεται το πόσο επιδερμικά και πρόχειρα, αντιμετωπίζονται τα ζητήματα στον χώρο της εκπαίδευσης. Καταγράφεται δε η παραδοχή, πως το νέο σύστημα διορισίμων και η γενική φιλοσοφία του Υπουργείου σε σχέση με τις διαδικασίες διορισμού, απέτυχε. Ουσιαστικά, όλα όσα είχαν τεθεί και αναδειχθεί σε βάθος το 2015, για τις ανυπολόγιστες συνέπειες και τα προβλήματα που θα ακολουθούσαν, έγιναν πράξη, με το ΥΠΑΝ να τρέχει για ακόμη μια φορά πίσω από τις εξελίξεις.
Αρχικά να σημειωθεί πως η αύξηση των οργανικών θέσεων στην εκπαίδευση, αίτημα το οποίο θέτουν εδώ και χρόνια οι Συνδικαλιστικές Οργανώσεις, σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να διασυνδεθεί με οτιδήποτε άλλο. Η αύξηση των οργανικών θέσεων θα έπρεπε να είχε ήδη τροχοδρομηθεί ως ένα ουσιαστικό μέτρο άρσης των στρεβλώσεων σε θέματα στελέχωσης και διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού. Πρόκειται για ένα δίκαιο αίτημα αφού αφενός οι ανάγκες που πληρούνται με συμβάσεις είναι πάγιες και διαρκείς και αφετέρου δεν θα επιφέρει ουσιαστικό κόστος για το κράτος. Ως γνωστόν, το ποσοστό των συμβασιούχων ορισμένου και αορίστου χρόνου επί του συνόλου των εκπαιδευτικών στη Δημοτική είναι ιδιαίτερα ψηλό. Το ποσοστό αυξάνεται ακόμη περισσότερο στην Προδημοτική ενώ στην Ειδική έχει ξεπεράσει πλέον το 50%. Εξαιτίας αυτού προκαλείται καθυστέρηση στη στελέχωση των σχολείων. Παράλληλα, όπως εξηγεί ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η αβεβαιότητα που συνοδεύει αυτά τα καθεστώτα εργασίας, μπορεί να οδηγήσει σε άγχος ή ακόμη και να επηρεάσει την απόδοση ορισμένων υπαλλήλων.
Σε σχέση με τα άλλα δύο σημεία της πρότασης του Υπουργείου, που περιλαμβάνουν την προσφορά συμβάσεων μόνο από τον πίνακα διορισίμων και την εισήγηση όπως η κάθε εξέταση για το νέο σύστημα διορισμών να είναι και μια νέα διαδικασία, είναι σαφές πως στερούνται λογικής και μόνο ως πυροτεχνήματα μπορούν να ιδωθούν. Η πρόταση ουσιαστικά ανατρέπει τα δεδομένα του συστήματος διορισμών, και αποτελεί κοροϊδία προς όλους τους εκπαιδευτικούς που απασχολούνται με συμβάσεις (συμβασιούχους, αορίστου χρόνου εκπαιδευτικούς και αντικαταστάτες). Πρόκειται εξόφθαλμα για άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκριση μεταξύ των υποψηφίων. Προκύπτουν επίσης ηθικά ζητήματα, αφού στερείται το δικαίωμα διορισμού με σύμβαση σε μεγάλη μερίδα εκπαιδευτικών, με αυθαίρετο και ενδεχομένως παράνομο τρόπο. Προτείνεται επίσης, πως μετά από διετή εργοδότηση με επιτυχία σε διαδικασία εξετάσεων, οι εκπαιδευτικοί θα ξαναμπαίνουν στην ίδια ψυχοφθόρα διαδικασία, με ορατό τον κίνδυνο να μην επαναδιοριστούν, δημιουργώντας εκπαιδευτικούς μιας χρήσης. Είναι άξιον απορίας ποιοι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα επιλέξουν να γίνουν εκπαιδευτικοί, να σπουδάσουν τέσσερα χρόνια, να αποκτήσουν μεταπτυχιακό τίτλο να περάσουν από την επίπονη διαδικασία των εξετάσεων, για να εργαστούν για δύο χρόνια και στη συνέχεια να παρακαθίσουν ξανά σε εξετάσεις. Το ΥΠΑΝ ενώ αναφέρει πως επιθυμεί να επενδύσει στη διαδικασία πρόσληψης, με τις ενέργειές του οδηγεί στην καταρράκωση και αποδόμηση του κύρους του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού, το οποίο σε καμιά περίπτωση πλέον δεν θα είναι ελκυστικό για κανέναν!
Τέλος, καταγράφεται η γενική αδυναμία του συστήματος διορισμών και η ανικανότητα του Υπουργείου να βρει ουσιαστικές και δίκαιες λύσεις. Διαφαίνεται η αδυναμία διαχείρισης και διασφάλισης των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου, η ελλιπής προσφορά σε σχέση με τις εκπαιδευτικές ανάγκες, τα τεράστια νομικά κενά κ.ά. Η αποτυχία των αξιολογικών εργαλείων σε όλες τις σειρές εξετάσεων πλέον δεν είναι διαχειρίσιμη, με παραδοχή από το ίδιο το ΥΠΑΝ. Τα χαμηλά ποσοστά επιτυχίας, έχουν καταδείξει την προφανή αποτυχία των δοκιμίων να αξιολογήσουν σωστά. Η δε σκιά ως προς τη διαφάνεια και την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων με τη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων, πλέον είναι δεδομένο γεγονός, με το ΥΠΑΝ να έχει πρόθεση να την καταργήσει εντελώς. Σημειώνεται πως το ΥΠΑΝ έχει ήδη προχωρήσει σε τροποποιήσεις όσον αφορά τη στατιστική επεξεργασία αφού το 2019 πρώτα οι υποψήφιοι επιτύγχαναν και στη συνέχεια γινόταν η επεξεργασία ενώ το 2021 αντιστράφηκε η σειρά, αλλοιώνοντας πιθανόν τους καταλόγους καθώς και τους διορισμούς των τελευταίων χρόνων!
Το ΥΠΑΝ οφείλει να προχωρήσει άμεσα σε αύξηση των οργανικών θέσεων στην εκπαίδευση, εντός συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων υλοποίησης, αφού αποτελεί υποχρέωσή του ως εργοδότης. Σε σχέση με το σύστημα διορισμού και τις στρεβλώσεις που παρατηρούνται, καθαρά με ευθύνη του ΥΠΑΝ και της προχειρότητας που χαρακτήριζε το ΝΣΔΕ, σαφώς και πρέπει να γίνουν διορθωτικές ενέργειες. Τέτοιες όμως, που να χαρακτηρίζονται από δικαιοσύνη, ισονομία και σεβασμό στους συναδέλφους. Οτιδήποτε άλλο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
[1] http://enimerosi.moec.gov.cy/mobile/ypp14916
Τα τελευταία χρόνια, αναντίλεκτα η Κυπριακή Εκπαίδευση, έχει στοχοποιηθεί. Γίνονται αναφορές με τρόπο ισοπεδωτικό, σχεδόν πάντα μονόπλευρα, χωρίς το στοιχείο της αντικειμενικότητας και της επιστημονικής/τεχνοκρατικής έρευνας. Δεν είναι λίγες οι φορές άλλωστε, που γίνεται αποσπασματική επίκληση διεθνών ερευνών/μελετών. Αυτό δυστυχώς πράττει συστηματικά και ένας ανεξάρτητος θεσμός του κράτους, η Ελεγκτική Υπηρεσία (ΕΥ). Το ανησυχητικό είναι πως οι εκθέσεις της, σε κάποιο βαθμό στηρίζονται σε υπεραπλουστευμένες συλλογιστικές, παράδοξες συγκρίσεις, ποσοτικές αποτιμήσεις και σε μη ακριβή στοιχεία. Στην πρόσφατη μακροσκελή ετήσια έκθεσή της ΕΥ[1], ασκείται ισοπεδωτική κριτική και γίνονται αναφορές που άπτονται εργασιακών και εκπαιδευτικών θεμάτων, με επιχειρηματολογία που σε πολλές περιπτώσεις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ή αποδίδει μερικώς την αλήθεια.
Ειδικότερα, αφήνονται υπονοούμενα ως προς την αποτελεσματικότητα των Κύπριων εκπαιδευτικών, παρουσιάζοντάς τους ως ευνοημένους παραθέτοντας συγκριτικά στοιχεία με άλλες χώρες. Αιχμή του δόρατος για άσκηση κριτικής για το Εκπαιδευτικό μας σύστημα και κατ’ επέκταση την ποιότητα των εκπαιδευτικών είναι οι φαινομενικά χαμηλές επιδόσεις της Κύπρου σε διεθνείς Εκπαιδευτικές Έρευνες. Στην πρόσφατη έκθεσή της η ΕΥ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσει πως οι επιδόσεις των παιδιών του Δημοτικού είναι χαμηλές σε σχέση με την επένδυση που γίνεται στην εκπαίδευση, η ΕΥ παραθέτει τα αποτελέσματα της TIMSS 2015 αγνοώντας επιδεικτικά την TIMSS 2019[2], στην οποία τα παιδιά και το εκπαιδευτικό σύστημα είχαν πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα στα Μαθηματικά Δ΄ τάξης, από 523 βαθμούς το 2015, η Κύπρος ανέβηκε στους 532 το 2019 (ισοφαρίζοντας την αξιοζήλευτη Φινλανδία). Η Κύπρος με την επίδοση αυτή, ανέβηκε από την 23η θέση, στην 18η από 58 χώρες. Στις Φυσικές Επιστήμες Δ΄ τάξης, από 481 βαθμούς το 2015, η χώρα μας ανέβηκε στους 511 το 2019. Ανέβηκε έτσι, από την 36η θέση, στην 30η, ανάμεσα σε 58 χώρες. Επιμελώς δεν αναφέρεται επίσης, το γεγονός πως ακόμη και στη συμμετοχή της Κύπρου το 2015 σημειώθηκε εντυπωσιακή άνοδος στα αποτελέσματά της, σε σχέση με τις προηγούμενες συμμετοχές[3][4]. Η ρητορική απαξίωσης που χρησιμοποιείται ουσιαστικά επιβεβαιώνει πως στην Κύπρο, τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών, χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν και κυρίως ως μέσο αποδόμησης των εκπαιδευτικών.
Σε σχέση με τους μισθούς των εκπαιδευτικών η ΕΥ ισχυρίζεται πως υπάρχουν στρεβλώσεις και πρέπει να περιοριστούν. Σύμφωνα όμως με την έκθεση Ευριδίκη[5], στην Κύπρο οι ετήσιοι αρχικοί μισθοί των εκπαιδευτικών τα τελευταία 6 χρόνια (μεταξύ 2014/2015 και 2020/2021), έχουν παρουσιάσει μείωση. Ενώ στις πλείστες χώρες οι μισθοί παραμένουν σταθεροί ή έχουν σημειώσει αύξηση, η Κύπρος βρίσκεται στα πέντε εκπαιδευτικά συστήματα, στα οποία παρατηρήθηκε μείωση (– 0,6%).
Στην έκθεση γίνονται αναφορές στον διδακτικό χρόνο των εκπαιδευτικών. Πρέπει να επισημανθεί πως ο διδακτικός χρόνος στη Δημοτική Εκπαίδευση είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Αθροιστικά στα έξι χρόνια της Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε σχέση με τον συνολικό διδακτικό χρόνο που έχουν τα παιδιά, μόνο 9 χώρες έχουν περισσότερο χρόνο από την Κύπρο. Η Κύπρος έχει περισσότερο διδακτικό χρόνο από 27 εκπαιδευτικά συστήματα. Αξίζει να σημειωθεί πως στη συγκεκριμένη έρευνα, ενώ αναφέρεται πως έχουν προσμετρηθεί και τα διαλείμματα στον χρόνο, η Κύπρος δεν τα δήλωσε για τους σκοπούς της έρευνας.
Όσον αφορά τις αναφορές για την αδικαιολόγητη μείωση του διδακτικού χρόνου με βάση τα χρόνια υπηρεσίας, ή την μείωση διδακτικού χρόνου για την υπευθυνότητα τμήματος, επίσημα στοιχεία δείχνουν πως δεν υπάρχει καμιά ερευνητική τεκμηρίωση πίσω από αυτό. Η έκθεση του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) το 2015[6], αναφέρει πως ο μη διδακτικός χρόνος αποτελεί απαραίτητο και αναγκαίο μέρος της εκπαιδευτικής πράξης. Παρατίθεται επίσης μια ευρεία σειρά από δραστηριότητες που καλείται να διεκπεραιώσει ο εκπαιδευτικός κατά τον μη διδακτικό χρόνο. Εξάλλου, σε ένα ζωντανό οργανισμό όπως τα σχολεία, οι εκπαιδευτικοί αναλαμβάνουν καθημερινά ποικίλες πρωτοβουλίες και προσαρμόζονται στις εκάστοτε απαιτητικές ανάγκες της σχολικής κοινωνίας. Οι εκπαιδευτικοί ανάμεσα σε άλλα, καλούνται να εμπλακούν σε προγράμματα, να υλοποιήσουν δημιουργικές δραστηριότητες, να επικοινωνήσουν και να συνεργαστούν με τους γονείς, να στηρίξουν μαθητές, να συμμετάσχουν σε πολυθεματικές ομάδες ειδικών για στήριξη παιδιών με δυσκολίες, να συμμετάσχουν σε δράσεις για την επαγγελματική τους ανάπτυξη, να εφαρμόσουν καινοτομίες κ.ά. Και φυσικά τα πιο πάνω δεν αποτελούν καμιά πρωτοτυπία ή παραδοξότητα του Κυπριακού Εκπαιδευτικού Συστήματος, αλλά συνήθη πρακτική σε όλα τα προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα. Αξίζει να σημειωθεί πως στα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα δίνονται επιδόματα για τα διάφορα επιπρόσθετα καθήκοντα που αναλαμβάνουν οι εκπαιδευτικοί, όπως η συμβουλευτική των μαθητών, μεντορισμός, εξωδιδακτικές δραστηριότητες, διοικητικά καθήκοντα, υπερωριακή απασχόληση, διδασκαλία σε δύσκολες συνθήκες, κ.ά. Στην Κύπρο, αντί επιδομάτων, δίνονται κάποιες μειώσεις σε διδακτικό χρόνο.
Επίσης, η ΕΥ θεωρεί αναγκαία την αξιολόγηση της οργανωτικής δομής των σχολείων, ούτως ώστε να περιλαμβάνει τις απαιτούμενες θέσεις διοικητικού/γραμματειακού προσωπικού, το οποίο θα μπορεί να αναλάβει καθήκοντα που σήμερα εκτελούνται από εκπαιδευτικούς. Η ΕΥ αγνοεί επιδεικτικά πως στη Δημοτική Εκπαίδευση δεν δίνονται απαλλαγές σε εκπαιδευτικούς για εκτέλεση διοικητικών/γραμματειακών καθηκόντων όπως σε άλλες βαθμίδες αλλά ταυτόχρονα οι εκπαιδευτικοί αναγκάζονται να εκτελούν τα πιο πάνω καθήκοντα έτσι ώστε να μπορούν να λειτουργούν τα σχολεία. Παράλληλα, ο διοικητικός χρόνος που αναλογεί στα σχολεία Δημοτικής είναι πολύ μικρότερος από άλλες βαθμίδες. Για παράδειγμα, η αναλογία διοικητικού χρόνου ανά μαθητή είναι περίπου 0,28 στα Δημοτικά σε σύγκριση με 0,67 στη Μέση Εκπαίδευση. Διευκρινίζεται πως η σύγκριση δε γίνεται για να μειωθεί ο χρόνος διοίκησης στη Μέση εκπαίδευση, ο οποίος ορθά υπάρχει, αλλά για να γίνουν αντιληπτές οι πραγματικές διοικητικές ανάγκες σε ένα σύγχρονο σχολείο, με συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις. Στα δε Νηπιαγωγεία η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη και το διοικητικό βάρος δυσβάστακτο. Οι διευθυντικές οργανικές θέσεις δεν είναι αρκετές για να καλύψουν τις ανάγκες των Νηπιαγωγείων με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να εκτελούν διοικητικά καθήκοντα ακόμη και απλές νηπιαγωγοί, με ελάχιστο (αν όχι ανύπαρκτο) διοικητικό χρόνο.
Στην έκθεση γίνεται αναφορά και στον συνδικαλιστικό χρόνο που παραχωρείται στις Εκπαιδευτικές Οργανώσεις. Η ΕΥ δεν λαμβάνει υπόψη πως ο συνδικαλιστικός χρόνος είναι βασισμένος στην πρακτική που ακολουθείται σε όλο τον κόσμο και είναι βασισμένος σε διεθνείς συμφωνίες[7]
Η επανειλημμένη, μονόπλευρη και αποσπασματική παράθεση αναφορών στην πρόσφατη έκθεση της ΕΥ για την εκπαίδευση, δεν μπορούν να θεωρηθούν τίποτα άλλο παρά μια στοχευμένη επίθεση στην εκπαίδευση και την εκπαιδευτική κοινότητα. Τέτοιου είδους επιθέσεις είναι από κάθε άποψη αδικαιολόγητες και κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό στον ευαίσθητο και πολυσήμαντο χώρο της εκπαίδευσης. Σαφώς και η εκπαίδευσή μας ταλανίζεται από πολλά προβλήματα με αρκετά περιθώρια βελτίωσης. Η εκπαίδευση όμως, δεν μπορεί να αποτιμάται μόνο με όρους της οικονομίας, με τη συνεχή επίκληση της σχολικής αποτελεσματικότητας ή τους όρους εργασίας των εκπαιδευτικών.
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ. Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Χάρης Χαραλάμπους, Γενικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Μέλος Εκτελεστικής Γραμματείας Α.Κί.ΔΑ
[1] https://www.sigmalive.com/files/download/175943
[2] https://timss2019.org/reports/wp-content/themes/timssandpirls/download-center/TIMSS-2019-International-Results-in-Mathematics-and-Science.pdf
[3] https://goo.gl/Gf6a6q
[4] http://keea-timss.pi.ac.cy/timss/data/uploads/timss_2015_pressrelease7dec2016pr.pdf
[5] https://eurydice.eacea.ec.europa.eu/publications/teachers-and-school-heads-salaries-and-allowances-europe-20202021
[6] https://www.oecd-ilibrary.org/docserver/5js64kndz1f3-en.pdf?expires=1530713665&id=id&accname=guest&checksum=7F8E509D23E2080EA6B868586A5430A7
[7] http://www.cylaw.org/nomoi/enop/non-ind/2012_1_55/full.html
ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ*
Για χρόνια η Πολιτεία κωφεύει και αρνείται πεισματικά, να στηρίξει τη βάση της εκπαιδευτικής πυραμίδας, την Προδημοτική Εκπαίδευση. Έχει αναδειχθεί πολλάκις, η απουσία σχεδιασμού για αναβάθμιση της Προδημοτικής Εκπαίδευσης, τόσο σε υποδομές, όσο και στήριξη της καθημερινότητας του ανθρώπινου δυναμικού. Συνεπακόλουθα η Πολιτεία παραγκωνίζει τα παιδιά που βρίσκονται στην πιο κρίσιμη ηλικία, αυτή στην οποία μπαίνουν οι βάσεις της γνωστικής και συναισθηματικής ανάπτυξης.
Ένα από τα πάγια αιτήματα αναβάθμισης της εν λόγω βαθμίδας, ήταν η επέκταση της υποχρεωτικής Προδημοτικής Εκπαίδευσης, από την ηλικία των 4 ετών και 8 μηνών στην ηλικία των 4 ετών. Μια απαίτηση της κοινωνίας και των εκπαιδευτικών για δεκαετίες και ένα αίτημα καθόλα δίκαιο, με καθαρά εκπαιδευτική/επιστημονική βάση. Μετά από χρόνια αναμονής, τελικά αποφασίστηκε η επέκταση, γεγονός που χαιρετίστηκε ως μια θετική ενέργεια, προς όφελος των μαθητών.
Δυστυχώς όμως, η Κυβέρνηση αδικαιολόγητα και προκλητικά, αποφάσισε να την εφαρμόσει με εντελώς λανθασμένο τρόπο! Αντί να εκπονηθεί ένας ολοκληρωμένος και σωστός σχεδιασμός, μέσω του οποίου θα διαφαίνονταν οι πραγματικές ανάγκες, καθώς και ο αριθμός των επιπρόσθετων παιδιών που θα εντάσσονταν στα Δημόσια Νηπιαγωγεία, το ΥΠΑΝ αποφάσισε να ακρωτηριάσει το Δημόσιο Σχολείο και να επιχορηγήσει τον ιδιωτικό τομέα. Ενώ θα μπορούσε να προχωρήσει σε άμεση μετατροπή των κοινοτικών νηπιαγωγείων σε δημόσια και να προχωρήσει στη σταδιακή εξασφάλιση επιπρόσθετων κτιρίων και πρόσληψη προσωπικού, η Κυβέρνηση έχει ανακοινώσει τη χρήση κουπονιών, μέχρι το 2026. Έτσι, επιχειρείται να δοθεί η υπερεξουσία στον Υπουργό της Παιδείας για διοχέτευση των παιδιών, στα ιδιωτικά νηπιαγωγεία και όχι στα δημόσια, επιχορηγώντας μέρος των διδάκτρων, με το πρόσχημα ότι τα παιδιά δεν μπορούν να τους εξασφαλίσουν θέση στο Δημόσιο Νηπιαγωγείο. Με προκλητικό τρόπο, 12,25 εκατομμύρια ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αντί να επενδυθούν σε υποδομές, θα δοθούν ανερυθρίαστα στον ιδιωτικό τομέα. Ταυτόχρονα, ουδείς γνωρίζει για το τι θα ακολουθήσει μετά το 2026, όταν θα τελειώσει η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.
Επί της ουσίας, το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε παιδιού στην υποχρεωτική Δημόσια Εκπαίδευση, έρχεται να αμφισβητηθεί. Βιώνουμε μια θρασύτατη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της Δημόσιας Εκπαίδευση και προφανώς την απαρχή του ξεπουλήματος της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Οι πολιτικές της Κυβέρνησης, οδηγούν το δημόσιο σχολείο στο να παρακμάσει, με την ταυτόχρονη ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Οι σχεδιασμοί που έχουν ανακοινωθεί και γίνεται απόπειρα να περάσουν από τη Βουλή, με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε εμβάθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και στερούν το δικαίωμα κάθε παιδιού στην ισότιμη συμμετοχή στη Δημόσια υποχρεωτική εκπαίδευση.
Η Κυβέρνηση, έχει υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία να ανακαλέσει το νομοσχέδιο και να προσέλθει σε θεσμικό – κοινωνικό διάλογο, για ουσιαστική ενίσχυση της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Η δε Βουλή έχει καθήκον να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, να μείνει μακριά από πολιτικά παίγνια και εξαρτήσεις και έστω και την υστάτη να προχωρήσει σε αναθεώρηση των Κυβερνητικών σχεδιασμών, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η σωστή εφαρμογή της επέκτασης της Υποχρεωτικής Προδημοτικής Εκπαίδευσης από την ηλικία των τεσσάρων ετών, μέσα από τις δομές του Δημόσιου Σχολείου.
Ο αγώνας της ΠΟΕΔ, είναι αγώνας προάσπισης του Δημόσιου Σχολείου. Ένα αγώνας που αφορά όλη την κοινωνία. Τον κάθε πολίτη αυτού του τόπου. Σύσσωμος ο εκπαιδευτικός κόσμος, αλλά και οι πολίτες που αντιλαμβάνονται τις προεκτάσεις της «πολιτικής των κουπονιών», πρέπει να δώσουν δυναμικά το παρόν τους! Την Τετάρτη, 23 Νοεμβρίου η ώρα 16:00, έξω από το Προεδρικό, ορθώνουμε ανάστημα και βροντοφωνάζουμε ΟΧΙ στην υποβάθμιση της Δημόσιας Εκπαίδευσης και του Δημόσιου Σχολείου. Ας αγωνιστούμε μαζί, για τα παιδιά του τόπου μας!
* Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Επιστροφή στις τακτικές του 2018; Επιστροφή στη λογική του αποφασίζομεν και διατάσσομεν;
Το τελευταίο διάστημα, το Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, στην προσπάθειά του να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, προχωρεί σε μονομερείς αποφάσεις, χωρίς τη διεξαγωγή διαλόγου με τους επηρεαζόμενους και χωρίς τη σύμφωνή τους γνώμη.
Αρχή έγινε, με την προώθηση του νομοσχεδίου στη Βουλή για την επέκταση της Προδημοτικής από την ηλικία των τεσσάρων, με την παράλληλη ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης μέσω κουπονιών, παρά τις καθόλα δικαιολογημένες ενστάσεις της ΠΟΕΔ και των γονιών. Στη συνέχεια, μετά από 5 χρόνια κατά τα οποία οι κανονισμοί λειτουργίας των δημοτικών σχολείων αγνοούνταν, κατατέθηκαν στη Βουλή χωρίς καμία ενημέρωση και διαβούλευση, αλλαγμένοι και με αρκετές προσθήκες. Προσθήκες που επηρεάζουν την ουσία των κανονισμών, τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών και μετά από την πάροδο τόσων χρόνων σε κάποιο βαθμό δεν είναι καλυπτικοί σε σχέση με τη σύγχρονη σχολική πραγματικότητα. Πιο πρόσφατα, ο ΥΠΑΝ ανακοίνωσε πως έχουν αποσταλεί στη Νομική Υπηρεσία για επεξεργασία νομοσχέδια για την αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού, ισχυριζόμενος πως έγινε ο απαραίτητος διάλογος και διαβουλεύσεις με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις. Η ΠΟΕΔ κατάθεσε εισηγήσεις σε μια ημιτελή πρόταση, και σωρεία από ερωτήσεις και παρατηρήσεις για πολλαπλές πτυχές και παραμέτρους που απουσίαζαν από την πρόταση. Από τις 4 Αυγούστου 2022, αναμένεται απάντηση από το ΥΠΑΝ σε σχετικό έγγραφο που έχει σταλεί από την ΠΟΕΔ. Και ενώ αναμένονταν διευκρινίσεις για να συνεχιστεί ο διάλογος, χωρίς καμία ενημέρωση, το ΥΠΑΝ απέστειλε τα νομοσχέδια στη Νομική Υπηρεσία.
Δυστυχώς η απουσία δημοκρατικού διαλόγου και οι μονομερείς αποφάσεις δεν μπορούν και δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές. Χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και τη συνδρομή των επηρεαζόμενων δεν μπορούν να συμφωνηθούν και να εφαρμοστούν ουσιαστικές καινοτομίες! Για παράδειγμα, δύο φορές τα τελευταία δύο χρόνια προσπάθησε το ΥΠΑΝ να εφαρμόσει ετσιθελικά το διαγνωστικό εργαλείο της Γλώσσας στην Προδημοτική, χωρίς ουσιαστικό διάλογο και με τη διαφωνία της ΠΟΕΔ. Τα διαγνωστικά εργαλεία έμειναν τελικά στα συρτάρια ή κατέληξαν στους κάδους ανακύκλωσης. Οι κανονισμοί λειτουργίας των Δημοτικών σχολείων ενώ κατατέθηκαν στην Επιτροπή Παιδείας της Βουλής επιστράφηκαν κακήν κακώς στο ΥΠΑΝ, αφού δεν ολοκληρώθηκε ο διάλογος με τους επηρεαζόμενους. Τα παραδείγματα δυστυχώς είναι πολλά…
Αναντίλεκτα, ο ρόλος των εκπαιδευτικών οργανώσεων και κατ’ επέκταση των εκπαιδευτικών, είναι πρωτεύοντας και καταλυτικός στη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής. Πλέον έχει δυστυχώς όμως διαφανεί, πως αποτελεί πάγια τακτική της Κυβέρνησης, να μη ζητείται η γνώμη των εκπαιδευτικών στη συνδιαμόρφωση πολιτικής και δεν την ενδιαφέρει να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων. Και αυτό, ενώ έχει τονιστεί πολλάκις, πως οι εκπαιδευτικοί μπορούν να αξιοποιηθούν για να μεταμορφώσουν και να εκσυγχρονίσουν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, μιας και έχουν τη δυνατότητα να γίνουν τα βασικά δομικά στοιχεία, για ένα πιο ανθεκτικό εκπαιδευτικό σύστημα, ως οι κύριοι παράγοντες αλλαγής. Το γεγονός αυτό, δυστυχώς φαίνεται να αγνοείται παντελώς από την Επίσημη Πλευρά.
Οι λίγοι μήνες που απομένουν στην υφιστάμενη Κυβέρνηση είναι μια ευκαιρία ειλικρινούς και εποικοδομητικού διαλόγου για να συμφωνηθούν ουσιαστικές καινοτομίες που θα βελτιώσουν το Δημόσιο Σχολείο. Πάντως σε κάθε περίπτωση προκαλεί εύλογη απορία το γεγονός, πως ενώ για τεσσερισήμισι χρόνια παρατηρήθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε κρίσιμα εκπαιδευτικά ζητήματα που χρήζουν εκσυγχρονισμού και βελτίωσης, σε ελάχιστους μήνες η Κυβέρνηση της οποίας εκπνέει η θητεία, κόπτεται να τα λύσει! Δεν είναι δυνατόν κρίσιμα εκπαιδευτικά ζητήματα όπως: οι κανονισμοί λειτουργίας των σχολείων, η επέκταση της Προδημοτικής εκπαίδευσης από την ηλικία των τεσσάρων, η αξιολόγηση εκπαιδευτικού, να εμφανίζονται άρον άρον στη Βουλή για συζήτηση και λήψη αποφάσεων, που εν ολίγοις θα καθορίσουν το μέλλον της εκπαίδευσης για τα επόμενα χρόνια. Μιας Βουλής που σε λίγες βδομάδες θα κλείσει λόγω των Προεδρικών εκλογών και θα ανοίξει εκ νέου τον Μάρτιο του 2023. Με νέα Κυβέρνηση και νέο Υπουργό Παιδείας. Προφανώς οι τελευταίες σπασμωδικές Κινήσεις από την Επίσημη Πλευρά, δεν μπορούν να ιδωθούν ως τίποτε άλλο, παρά ένα προεκλογικό πυροτέχνημα και την ύστατη προσπάθεια για να διαφανεί πως παράγεται έργο από πλευράς Κυβέρνησης.
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Αντρέας Θεοδώρου, Γενικός Αντιπρόσωπος ΠΟΕΔ, Αντιπρόεδρος Α.Κί.ΔΑ