Έχει επισημανθεί πολλάκις, η μεγάλη αύξηση που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός έκτακτων εκπαιδευτικών Ειδικής, Προδημοτικής και Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες. Το πρόβλημα αυτό οξύνεται καθεχρονικά, δημιουργώντας αλυσιδωτά αρνητικές συνέπειες στη στελέχωση των σχολείων, αλλά και στους ίδιους τους επηρεαζόμενους. Το πρόβλημα εστιάζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στην Ειδική Εκπαίδευση, όπου το ποσοστό των έκτακτων εκπαιδευτικών ξεπερνά το 50% του συνόλου των εκπαιδευτικών Ειδικής.
Ο τεράστιος αριθμός έκτακτων εκπαιδευτικών, συνεπακόλουθα δημιουργεί μια σειρά εκπαιδευτικών και εργασιακών προβλημάτων. Από τη μια καθυστερεί την έγκαιρη στελέχωση των σχολείων, κυρίως λόγω της διαδικασίας που απαιτείται για τον διορισμό τους. Με βάση την υφιστάμενη πρακτική, οι έκτακτοι μπορούν να διοριστούν στην καλύτερη περίπτωση τον Ιούλη. Τον μήνα δηλαδή, που και με βάση τη νομοθεσία ολοκληρώνεται η στελέχωση! Από την άλλη, η αβεβαιότητα των έκτακτων εκπαιδευτικών λόγω της εργασίας με συμβόλαιο, αναπόφευκτα οδηγεί σε εργασιακή ανασφάλεια και άγχος, ενώ παράλληλα μειώνονται οι ευκαιρίες και τα κίνητρα για την επαγγελματική ανάπτυξή τους.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που υπάρχει, είναι ο πολύ μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου, που αυτή τη στιγμή εργοδοτούνται στην εκπαίδευση και που αυξάνονται ανεξέλεγκτα. Οι εκπαιδευτικοί αορίστου χρόνου, μπαίνουν στη διαδικασία στελέχωσης χωρίς ξεκάθαρα, σαφή και θεσμοθετημένα κριτήρια, αφού οι μονάδες μετάθεσής τους δεν είναι ενεργοποιημένες, υπάρχουν αορίστου χρόνου εκπαιδευτικοί από δύο διαφορετικούς καταλόγους, χωρίς σαφή κριτήρια σύγκρισης, κατάταξης κλπ. Η αύξηση των οργανικών θέσεων, θα οδηγήσει στη δραστική μείωση του αριθμού των αορίστου χρόνου εκπαιδευτικών και θα επιλύσει και αυτό το ζήτημα, καταλυτικά.
Τα πιο πάνω, επιβεβαιώνουν την επιτακτική ανάγκη για αύξηση των οργανικών θέσεων. Εξάλλου, μια τέτοια ενέργεια, είναι εντελώς ανέξοδη για την Κυβέρνηση και μόνο οφέλη μπορεί να αποφέρει στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Πάρα τις σχετικές διαβεβαιώσεις τόσο της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΝ, όσο και της Κυβέρνησης, αλλά και τη θετική στάση της νέας πολιτικής προϊστάμενης του ΥΠΑΝ σε συναντήσεις της με την ΠΟΕΔ, ακόμα δεν υπάρχει κάποια ενημέρωση επί του θέματος, ούτε και επίσημη ανακοίνωση. Αναπόφευκτα, υπάρχει έντονη ανησυχία για το θέμα, λαμβάνοντας υπόψη πως τα χρονικά περιθώρια στενεύουν και με τη στελέχωση των σχολείων να βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Θεωρώντας πως υπάρχει έγνοια για την άμβλυνση της εργασιακής αβεβαιότητας και τους άγχους των εκπαιδευτικών που εργάζονται στη Δημόσια Εκπαίδευση, αναμένεται πως το συντομότερο δυνατό, θα τροχοδρομηθεί η αύξηση των οργανικών θέσεων στην Εκπαίδευση, με σχετικές ανακοινώσεις. Με αυτόν τον τρόπο, θα δοθεί μια ουσιαστική λύση, σε ένα χρονίζον ζήτημα, θα βοηθήσει την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων και θα ανακουφίσει εκατοντάδες συναδέλφους.
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Αναστασία Μαγίδου, Συμβασιούχος Εκπαιδευτικός Ειδικής Εκπαίδευσης, Μέλος ΔΣ Α.Κί.ΔΑ
Αναντίλεκτα ο ρόλος που έχει να επιτελέσει η διευθυντική ομάδα είναι πολυδιάστατος, ιδιαίτερα απαιτητικός και δύσκολος. Τα διοικητικά καθήκοντα των διευθύνσεων των σχολικών μονάδων, όπως αυτά καταγράφονται τόσο στις οδηγίες έναρξης κάθε σχολικής χρονιάς, όσο και στις εγκύκλιες οδηγίες που σχεδόν καθημερινά προωθούνται στα σχολεία, επιβεβαιώνουν τον μεγάλο φόρτο εργασίας που υπάρχει και τον τεράστιο αριθμό ζητημάτων που καθημερινά καλούνται να διαχειριστούν.
Η διευθυντική ομάδα των σχολείων, καλείται καθημερινά να διαχειριστεί τις τεράστιες απαιτήσεις του σύγχρονου σχολείου και να ισορροπήσει ανάμεσα στην απλή διεκπεραίωση και στην ουσιαστική διοίκηση-ηγεσία. Οι απαιτήσεις που απορρέουν από τη θέση, τόσο του Διευθυντή όσο και του Βοηθού Διευθυντή, είναι πολλαπλές και πολυσύνθετες.
Σαφέστατα, η εργατικότητα, οι ικανότητες και οι γνώσεις της διευθυντικής ομάδας συνδέονται άρρηκτα με τον τρόπο λειτουργίας της σχολικής μονάδας, την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, το κλίμα και τις σχέσεις ανάμεσα στο προσωπικό και στον μαθητικό πληθυσμό και άλλα. Ο Διευθυντής αποτελεί τον επικεφαλής ενός σχολείου και, όπως είναι φυσικό, όταν η Διεύθυνση λειτουργεί σωστά, τότε και η σχολική μονάδα θα λειτουργήσει με σωστό τρόπο.
Αβίαστα προκύπτει ο συνειρμός πως η υποστήριξη της διευθυντικής ομάδας έπρεπε να είναι σημαντική προτεραιότητα για τους αρμόδιους και την Πολιτεία, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν ισχύει στον επιθυμητό βαθμό. Η ελλιπής στήριξη δεν επηρεάζει μόνο τη διευθυντική ομάδα αλλά το πρόβλημα αντανακλάται στο υπόλοιπο εκπαιδευτικό και βοηθητικό προσωπικό του σχολείου αλλά και στη λειτουργία της σχολικής μονάδας. Η στήριξη της διευθυντικής ομάδας για να είναι ουσιαστική και να έχει αποτέλεσμα πρέπει να περιλαμβάνει μια σειρά από μέτρα, κάποια από τα οποία παραθέτουμε στη συνέχεια:
Τα σχολεία, ως ανοικτά κοινωνικά συστήματα, αλληλεπιδρούν διαρκώς, προσαρμόζονται και εξελίσσονται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνθήκες, προκειμένου να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της εποχής. Καθοριστικό και πρωτεύοντα ρόλο σε όλο αυτό, διαδραματίζει η διεύθυνση του εκάστοτε σχολείου, η οποία ηγείται και συντονίζει. Είναι εκ των ων ουκ άνευ πως απαιτείται ουσιαστική στήριξη της διευθυντικής ομάδας, ώστε να φέρει εις πέρας τις καθημερινές και αυξανόμενες προκλήσεις και να έχει την ευχέρεια να ανταποκριθεί ουσιαστικά και καίρια, στις «επιταγές της νέας εποχής».
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ.
[1] https://paideia-news.com/poed/2022/03/29/ayksisi-dioikitikoy-xronoy-dieythyntikis-omadas-syndikalistiko-aitima-i-apaitisi-ton-kairon;/?fbclid=IwAR1nQGl6oioELKgR_R9dx_Ft-sLeJlXBmnbSjcNrKn33lt9hxaRcYt8l3n4
Το παρόν άρθρο είναι το τρίτο από μια σειρά άρθρων[1] [2] που σκοπό έχουν να αγγίξουν το θέμα της σχολικής βίας και παραβατικότητας. Το πρώτο άρθρο παρουσίασε το πρόβλημα και τις προεκτάσεις του στην εκπαίδευση ενώ το δεύτερο άρθρο παράθεσε πρακτικές και διαδικασίες που μπορούν να εφαρμοστούν αυτή τη στιγμή από τους εκπαιδευτικούς και τα σχολεία για διαχείριση της βίας και της παραβατικότητας.
Η βία και η παραβατικότητα, είναι προβλήματα που επηρεάζουν εκ βάθρων τους σκοπούς του σχολείου και της μάθησης. Μέσα από τη βιβλιογραφία, αλλά και την εμπειρία στο σχολικό πλαίσιο, προκύπτει πως επιβάλλεται η εφαρμογή προληπτικής και παρεμβατικής πολιτικής, με στόχο τον έλεγχο και τη μείωση του φαινομένου. Η διαχείριση της παραβατικότητας στο σχολείο απαιτεί σαφή στόχευση και στρατηγική, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Αρκετές εισηγήσεις για αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου, περιλαμβάνονται και στην έκθεση του ΠΑ.ΒΙ.Σ. αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία.
Αυτές είναι κάποιες εισηγήσεις που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε ένα στρατηγικό σχεδιασμό αντιμετώπισης της βίας και της παραβατικότητας. Εκείνο που δεν μπορεί να αγνοηθεί, είναι το γεγονός πως τα σχολεία χρειάζονται στήριξη άμεσα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί και τεκμηριωθεί, η παραβατικότητα προκαλεί δυσλειτουργικότητα στα μέλη και στον οργανισμό του σχολείου με αρνητικότατες συνέπειες. Επιβάλλονται άμεσες ενέργειες και πλάνο από την Πολιτεία, ώστε να δομηθούν οι σωστοί μηχανισμοί πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου. Χωρίς οικονομίστικες λογικές και με κύριο στόχο την ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων που ξεκάθαρα υπάρχουν. Η Πολιτεία οφείλει να καλέσει όλους τους εμπλεκόμενους φορείς σε διάλογο έτσι ώστε να καταρτιστεί εθνικό πλάνο αντιμετώπισης. Την ίδια ώρα, πρέπει να τροχοδρομηθεί η προώθηση των προτεινόμενων κανονισμών περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης που εκκρεμούν από το 2017 με αποκλειστική ευθύνη της Επίσημης Πλευράς. Επιβάλλεται ειλικρινής διάλογος και πρόθεση για ουσιαστική επένδυση στην άμβλυνση του φαινομένου. Με πραγματική στήριξη προς τους εκπαιδευτικούς και ουσιαστική εστίαση προς τους μαθητές και τους γονείς.
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Αντρέας Θεοδώρου, Γενικός Αντιπρόσωπος ΠΟΕΔ, Αντιπρόεδρος Α.Κί.ΔΑ
[1] https://bit.ly/PARAVATIKOTITA1
[2] https://bit.ly/PARAVATIKOTITA2
[3] Ματσόπουλος, Α. (2009). Επιθετικότητα και βία στα σχολεία: στρατηγικές αντιμετώπισης. https://kmaked.pde.sch.gr/site/attachments/article/544/epithetikotita.pdf
ΤΩΝ ΜΙΧΑΛΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ*, ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΑΤΗΛΟΪΖΟΥ** ΚΑΙ ΑΝΤΡΕΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ***
Το παρόν άρθρο είναι το δεύτερο από μια σειρά από τρία άρθρα που σκοπό έχουν να αγγίξουν το θέμα της σχολικής βίας και παραβατικότητας. Το πρώτο άρθρο παρουσίασε το πρόβλημα και τις προεκτάσεις του στην εκπαίδευση. Σε επόμενο άρθρο θα παρατεθούν εισηγήσεις για αντιμετώπιση και άμβλυνση του προβλήματος.
Η βία και η παραβατικότητα, είναι προβλήματα που επηρεάζουν εκ βάθρων τους σκοπούς του σχολείου και της μάθησης. Κάτι τέτοιο αναλύθηκε ενδελεχώς σε προηγούμενο άρθρο, τεκμηριώνοντας το γεγονός πως το πρόβλημα στα σχολεία μας είναι υπαρκτό και χρήζει αντιμετώπισης, εδώ και τώρα! Είναι σαφές πως τα σχολεία ασφυκτιούν. Έχουν να διαχειριστούν πολλά και δύσκολα περιστατικά, με την Επίσημη Πλευρά να απουσιάζει, τη στήριξη να είναι ελλιπής και με χρονοβόρες διαδικασίες.
Ακόμα και με τα πενιχρά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους τα σχολεία, υπάρχουν πράγματα που μπορούν να γίνουν και να αμβλύνουν κάπως το πρόβλημα. Ως γενική αρχή, πρέπει να είναι η ανάληψη των ευθυνών που αναλογούν στις αρμόδιες αρχές και η παροχή βοήθειας ή λύσεων, για αποφόρτιση.
Ποια είναι αυτά τα βήματα σε επίπεδο πρόληψης:
Σε περίπτωση που το σχολείο αντιμετωπίζει θέματα κρίσεων, (π.χ., είναι έντονα, αναπάντεχα, προκαλούν δυσλειτουργία στο σχολείο, θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ή/και την ψυχική υγεία των ατόμων που εμπλέκονται ή/και άλλων στο σχολείο), τότε η Επιτροπή Αγωγής Υγείας και Πρόληψης της Παραβατικότητας λειτουργεί ως Ομάδα Διαχείρισης Κρίσεων. H Ο.Δ.Κ. συνεδριάζει και μπορεί να συνεργάζεται ή και να ζητά βοήθεια/στήριξη από:
Με βάση τον Περί Στοιχειώδους εκπαίδευσης Νόμο και τους ανάλογους κανονισμούς η Ομαλή λειτουργία των σχολείων προνοεί παιδαγωγικά μέτρα πειθαρχίας. H πειθαρχία, αν και είναι αποτέλεσμα της παιδείας, αποτελεί προϋπόθεση για την προαγωγή του σχολικού έργου και της ενδεδειγμένης συμπεριφοράς των παιδιών και επιδιώκεται με την παιδαγωγική πειθώ.
Όταν το παιδί παραβιάζει έναν από τους κανόνες του Κώδικα Καλής Συμπεριφοράς, ο δάσκαλος, αφού εξαντλήσει όλα τα μέσα που στηρίζονται στην πειθώ, μπορεί να χρησιμοποιήσει πειθαρχικά μέτρα και κυρώσεις, ανάλογα με τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς του παιδιού. Τα πειθαρχικά μέτρα είναι:
(i) Παρατήρηση.
(ii) Επίπληξη, η οποία μπορεί να είναι ιδιαιτέρως ή ενώπιον του κηδεμόνα: Νοείται ότι, σε περιπτώσεις όπου παρά τη λήψη των πιο πάνω μέτρων το παιδί συνεχίζει την παραβίαση κανόνα ή κανόνων του κώδικα καλής συμπεριφοράς παραπέμπεται στη διεύθυνση του σχολείου.
Στις περιπτώσεις που παρά τη λήψη των πιο πάνω μέτρων, το παιδί συνεχίζει να παρουσιάζει την ίδια συμπεριφορά, ο διδασκαλικός σύλλογος αναλαμβάνει την εξέταση της περίπτωσης. O διδασκαλικός σύλλογος, ανάλογα με τα πορίσματα της εξέτασης και τη σοβαρότητα της υπόθεσης, μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ακόλουθα πειθαρχικά μέτρα:
(i) Αποζημίωση για την προξενηθείσα υλική ζημιά,
(ii) Υποχρεωτική προσφορά κοινωνικής εργασίας μέσα στο σχολείο, στα πλαίσια των συνηθισμένων δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν τα παιδιά,
(iii) Στέρηση συμμετοχής σε ενδοσχολικές εκδηλώσεις και αθλοπαιδιές εντός του σχολείου καθώς και άλλες ενδοσχολικές δραστηριότητες για μία μόνο περίοδο από μία μέχρι τριάντα συνεχόμενες ημέρες μέσα στο ίδιο σχολικό έτος.
Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις, όπου παρά τη λήψη των πιο πάνω μέτρων το παιδί εξακολουθεί να παρουσιάζει την ίδια συμπεριφορά, ο διδασκαλικός σύλλογος συστήνει τριμελή ομάδα εξέτασης της περίπτωσης υπό την προεδρία του διευθυντή. H ομάδα αυτή μπορεί να είναι η Ομάδα Διαχείρισης Κρίσεων και αν το κρίνει σκόπιμο, μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια του εκπαιδευτικού ψυχολόγου ή οποιουδήποτε άλλου ειδικού επιστήμονα ή κρατικού λειτουργού κρίνει αναγκαίο. Τα πορίσματα της εξέτασης παραπέμπονται στο διδασκαλικό σύλλογο, ο οποίος μπορεί να αποφασίσει αλλαγή τμήματος του παιδιού ή παραπομπή της υπόθεσης στον υπεύθυνο επιθεωρητή του Επαρχιακού Γραφείου Παιδείας για περαιτέρω εξέταση. Ο διδασκαλικός σύλλογος μπορεί να εισηγηθεί διάφορα μέτρα τα οποία κρίνει ότι θα μπορούσαν να βελτιώσουν ή και να λύσουν το πρόβλημα (π.χ. κατ΄ οίκον φοίτηση του παιδιού, μερική φοίτηση του παιδιού ή και φοίτηση του παιδιού σε ατομικό επίπεδο κ.α.). Κατά την εξέταση της υπόθεσης ο επιθεωρητής συνεργάζεται με εκπαιδευτικό ψυχολόγο της αρμόδιας υπηρεσίας. Μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης, ο επιθεωρητής ενημερώνει το διευθυντή του σχολείου, καθώς και τον κηδεμόνα του μαθητή για τα συμπεράσματα και δίνει οδηγίες για την αντιμετώπιση της περίπτωσης. Ανάμεσα στα μέτρα που μπορούν να ληφθούν είναι η, με τεκμηριωμένη εισήγηση του επιθεωρητή προς το οικείο Επαρχιακό Γραφείο Παιδείας, αλλαγή σχολείου του μαθητή. Την τελική απόφαση λαμβάνει τριμελής επιτροπή που συστήνει το Επαρχιακό Γραφείο Παιδείας στην οποία συμμετέχει Εκπαιδευτικός Ψυχολόγος, ένας επιθεωρητής και προεδρεύει ο οικείος Πρώτος Λειτουργός Εκπαίδευσης: Νοείται ότι σε περίπτωση παιδιού που εμπίπτει στις πρόνοιες του περί Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης Νόμου, την τελική απόφαση λαμβάνει η Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.
Η πρόληψη και αντιμετώπιση της σχολικής βίας και παραβατικότητας αποτελεί σημαντικό μέρος της αποστολής ενός σχολείου. Ορθά προγράμματα πρόληψης αλλά και ουσιαστική παρέμβαση για την αντιμετώπιση της βίας και παραβατικότητας στο σχολείο μπορούν να:
*Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
*Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
*Γενικός Αντιπρόσωπος ΠΟΕΔ, Αντιπρόεδρος Α.Κί.ΔΑ
Το παρόν άρθρο είναι το πρώτο από μια σειρά άρθρων που σκοπό έχουν να αγγίξουν το θέμα της σχολικής βίας και παραβατικότητας. Θα ακολουθήσει άρθρο που θα παραθέσει πρακτικές και διαδικασίες που μπορούν να εφαρμοστούν αυτή τη στιγμή από τους εκπαιδευτικούς και τα σχολεία για διαχείριση της βίας και της παραβατικότητας και άρθρο που θα παραθέσει εισηγήσεις για αντιμετώπιση και άμβλυνση του προβλήματος.
Η σχολική βία και παραβατικότητα, συχνά συνδέονται και με δυσκολίες προσαρμογής στο σχολικό περιβάλλον ή και με μαθησιακές δυσκολίες. Όλα αυτά, αποτελούν διαχρονικά προβλήματα της εκπαίδευσης και ταλανίζουν σε μεγάλο βαθμό τα σχολεία και την κοινωνία. Στην Κύπρο τα φαινόμενα σχολικής παραβατικότητας τα τελευταία χρόνια αυξάνονται σε ανησυχητικό βαθμό και αυτό είναι κάτι που μπορεί να το διακρίνει ο κάθε μάχιμος εκπαιδευτικός μέσα από τη δύσκολη σχολική καθημερινότητα. Σε πολλές δε περιπτώσεις, η αναποτελεσματική διαχείρισή τους, μπορεί να οδηγήσει το σχολείο σε μια συνθήκη διαρκούς σύγκρουσης, καθημερινής έντασης, αυξημένου άγχους και αποδιοργάνωσης (αποτελέσματα της έρευνας για το φαινόμενο της βίας στο σχολείο, Δρ Κώστας Α. Φάντης[1]).
Τα τελευταία χρόνια για ευνόητους λόγους, η σχολική βία και παραβατικότητα στο σχολείο, βρίσκονται στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Σειρά από μελέτες εστιάζουν κυρίως στη συχνότητα, τις μορφές και τους παράγοντες εκδήλωσης του φαινομένου και λιγότερο στην αντιμετώπισή του. Στο παρόν στάδιο, πραγματοποιείται έρευνα στο Κυπριακό σχολικό πλαίσιο, η οποία θα ολοκληρωθεί σε τρεις φάσεις. Η έρευνα διεξάγεται στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής για την Πρόληψη και Διαχείριση της Βίας στο Σχολείο 2018-2023, με τη συμμετοχή του Παρατηρητήριου για τη Βία στο Σχολείο (ΠΑ.ΒΙ.Σ.)[2] του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Τα ευρήματα της Α΄ φάσης, στην οποία συμμετείχαν 264 σχολεία όλων των βαθμίδων και επαρχιών της Κύπρου, αν και πρώιμα, καταδεικνύουν πως η χώρα μας, αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα σε σχέση με τη σχολική βία. Εξάλλου, περιστατικά βίας και παραβατικότητας, βλέπουν το φως της δημοσιότητας σε μεγάλη συχνότητα και επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Σαφέστατα η Πολιτεία πρέπει τάχιστα να αξιολογήσει τα ευρήματα, να τα αναλύσει ποιοτικά και να προβεί σε μέτρα αντιμετώπισης.
Τα ευρήματα της έρευνας, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα αλλά και καθόλα ανησυχητικά. Ως προς τη σχολική βία και εκφοβισμό, πέραν του 90% των εκπαιδευτικών και μαθητών αναφέρουν ότι παρατηρούν βία μεταξύ των μαθητών στο σχολικό πλαίσιο, με τους σωματικούς καυγάδες, λεκτικό εκφοβισμό, και σχεσιακή βία να είναι οι πιο συχνές μορφές σχολικής βίας. Οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν ότι έχουν δεχθεί κάποια μορφή βίας από μαθητές και από γονείς σε ποσοστά 26.8% και 16.3% αντίστοιχα. Ένας στους τέσσερις μαθητές δηλώνει ότι είναι θύμα εκφοβισμού, ενώ ένας στους δέκα δήλωσε ότι είναι θύτης. Καταγράφηκαν επίσης, παρόμοια ποσοστά θυματοποίησης και μέσω διαδικτύου. Το συμπέρασμα είναι σαφές: Η βία αναντίλεκτα, αποτελεί ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα, ίσως το σοβαρότερο, το οποίο επηρεάζει αρνητικά την καθημερινότητα των σχολείων της Κύπρου.
Με δεδομένη την έντονη παρουσία της βίας και της παραβατικότητας στο σχολικό πλαίσιο, προκύπτει πως τα θύματα σχολικής βίας παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, αντιμετωπίζουν κοινωνική απομόνωση, χαμηλή ποιότητα ζωής, βιώνουν αρνητικό σχολικό κλίμα και νιώθουν μόνα και αβοήθητα.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, πως η ψυχολογική διάσταση της μάθησης στην εκπαίδευση είναι σημαντικότατη, αλλά και διαχρονικά παραμελημένη στο εκπαιδευτικό μας σύστημα Οι ψυχολογικές ανάγκες των παιδιών, των εκπαιδευτικών και των γονιών αγνοούνται. Δια του λόγου το αληθές, τα δημόσια σχολεία δεν είναι στελεχωμένα με σχολικούς ψυχολόγους και ειδικούς επιστήμονες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα μέγιστα στο να κατανοηθούν οι ψυχολογικές διαδικασίες της αποτελεσματικής εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές με καλύτερα αποτελέσματα για τους ίδιους, τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς. Την ίδια ώρα, παρά την πρόσφατη πλήρωση 31 μόνιμων θέσεων εκπαιδευτικών ψυχολόγων, η Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας εξακολουθεί να είναι υποστελεχωμένη. Η ενίσχυση της ψυχολογικής υποστήριξης των σχολείων είναι αυτονόητη σε άλλες αναπτυγμένες χώρες του κόσμου (Ματσόπουλος, 2005[3]).
Η αντιμετώπιση της σχολικής βίας κρίνεται από την πλειοψηφία των μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων ως σημαντικό μέρος της αποστολής ενός σχολείου, ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν πως τα περισσότερα σχολεία, δε διαθέτουν μηχανισμούς αντίδρασης σε φαινόμενα βίας και εκφοβισμού. Την ίδια ώρα, πολλοί εκπαιδευτικοί δηλώνουν αίσθημα ανημποριάς στο να διαχειριστούν το φαινόμενο. Νιώθουν, δηλαδή, ότι δεν μπορούν ή δεν γνωρίζουν ή δεν έχουν τα μέσα για να εντοπίζουν ή και αντιμετωπίσουν ένα περιστατικό βίας που συμβαίνει εντός της αίθουσας διδασκαλίας ή και στην αυλή του σχολείου. Από την έρευνα προέκυψε πως οι εκπαιδευτικοί που συμμετείχαν σε προγράμματα επιμόρφωσης σε θέματα βίας είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να εντοπίζουν σχολικές συγκρούσεις, να δουλεύουν με το θύμα και να προσπαθούν να επιλύσουν περιστατικά εκφοβισμού.
Η παραβατικότητα ξεκάθαρα προκαλεί δυσλειτουργικότητα στα μέλη και στον οργανισμό του σχολείου και σαφέστατα είναι η αιτία για μειωμένα επίπεδα μάθησης, έλλειψη ενθάρρυνσης και κινήτρων, απώλεια σημαντικού διδακτικού χρόνου , αύξηση του στρες και επιθυμίας φυγής. Για τη χώρα μας αυτό σημαίνει πρόσθετα προβλήματα, με συνεπακόλουθες επιπτώσεις σε οικονομικό, οργανωτικό, πολιτικό και κοινωνικοπολιτισμικό επίπεδο. Μέσα και από τα αποτελέσματα της έρευνας που έχει πραγματοποιηθεί, επιβεβαιώνεται, πως επιβάλλονται άμεσες ενέργειες και να σχεδιαστεί μια στρατηγική με ολιστική προσέγγιση, ώστε να δομηθούν οι σωστοί μηχανισμοί πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου. Δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για αποσπασματικές ενέργειες και δράσεις οι οποίες απλά κρύβουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί ή δίνουν φρούδες ελπίδες χωρίς ουσιαστικό θετικό αποτέλεσμα.
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Αντρέας Θεοδώρου, Γενικός Αντιπρόσωπος ΠΟΕΔ, Αντιπρόεδρος Α.Κί.ΔΑ
[1] https://www.philenews.com/koinonia/eidiseis/article/1262962/dr-kostas-fantis-1-stoys-5-mathites-thyma-bias-sto-scholeio
[2] https://www.pi.ac.cy/pi/index.php?option=com_content&view=article&id=3221&Itemid=505&lang=el
[3] Ματσόπουλος, Α. (2005) Σχολική Ψυχολογία: Μια Νέα Επιστήμη. Αθήνα.