Βρισκόμαστε σχεδόν στα μέσα Αυγούστου, ένα μήνα μετά την καταληκτική ημερομηνία, που με βάση τη νομοθεσία ολοκληρώνονται οι μεταθέσεις του προσωπικού των δημόσιων σχολείων, Η στελέχωση θα έπρεπε να βρίσκεται στα τελικά στάδια ολοκλήρωσής της. Στις 4 Αυγούστου, ανακοινώθηκαν 230 διορισμοί εκτάκτων στην Προδημοτική Εκπαίδευση. Στις 10 Αυγούστου ανακοινώθηκαν 580 διορισμοί στην Ειδική Εκπαίδευση, ενώ στις 11 Αυγούστου ανακοινώθηκαν 652 διορισμοί στη Δημοτική Εκπαίδευση. Ουσιαστικά, ελάχιστες μέρες πριν το άνοιγμα των σχολείων, έχουν γίνει περισσότεροι από 1400 διορισμοί εκτάκτων (συμβασιούχων και εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου). Εννοείται δε, πως εκκρεμούν ακόμη εγκεκριμένες θέσεις διορισμού, που θα γίνουν το αμέσως επόμενο διάστημα, για να καλύψουν τις υπαρκτές ανάγκες στελέχωσης των σχολείων.
Φέτος, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, έχει παρατηρηθεί μεγάλη καθυστέρηση στον διορισμό των εκτάκτων, ένεκα και των νέων θέσεων που έχουν εγκριθεί και των πολιτικών που θα εφαρμόσει το ΥΠΑΝ τη νέα σχολική χρονιά. Εκείνο που καταδεικνύεται ξεκάθαρα, είναι πως η στελέχωση και άρα η ομαλή έναρξη της σχολικής χρονιάς, παρακωλύεται από τον τεράστιο αριθμό εκτάκτων που αυτή τη στιγμή υπάρχουν στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, δημιουργώντας αλυσιδωτά αρνητικές συνέπειες στη στελέχωση των σχολείων, αλλά και στους ίδιους τους επηρεαζόμενους.
Ο αριθμός έκτακτων εκπαιδευτικών στη Δημοτική Εκπαίδευση έχει εκτοξευτεί, αφού φέτος αναμένεται να φτάσει τους 1600. Ουσιαστικά, την επόμενη σχολική χρονιά σχεδόν 1 στους 4 εκπαιδευτικούς Δημοτικής θα είναι έκτακτος. Το γεγονός αυτό δημιουργεί σειρά από εκπαιδευτικά και εργασιακά προβλήματα. Είναι σαφές, πως η στελέχωση των σχολείων καθυστερεί σημαντικά, κυρίως λόγω της διαδικασίας που απαιτείται για τον διορισμό τους. Ενώ τον Αύγουστο η στελέχωση θα έπρεπε να είναι σχεδόν οριστικοποιημένη, ουσιαστικά βρίσκεται στα πολύ αρχικά της στάδια. Ο τεράστιος αριθμός υποψηφίων που λαμβάνουν διορισμό, με οικογενειακές και προσωπικές δυσκολίες ή/και ιδιαιτερότητες ή/και υποχρεώσεις, καλείται να τον αποδεχθεί ή να αποπειραθεί να βελτιώσει τη θέση του. Δεν θα ήταν υπερβολή να αναφερθεί, πως η οικογενειακή ηρεμία αρκετών υποψηφίων, τίθεται εν αμφιβόλω μέσα στο καλοκαίρι, με ελάχιστο περιθώριο αντίδρασης και προσαρμογής. Ακολουθεί ένα ντόμινο διλημμάτων, ενστάσεων και αναμονής, που συνεπακόλουθα επηρεάζει το όλο σύστημα. Σε αυτό, πρέπει να συνυπολογιστεί και η συνεχής αβεβαιότητα των έκτακτων εκπαιδευτικών, λόγω της εργασίας με συμβόλαιο, αναπόφευκτα οδηγεί σε εργασιακή ανασφάλεια και άγχος, ενώ παράλληλα μειώνονται οι ευκαιρίες και τα κίνητρα για την επαγγελματική ανάπτυξή τους.
Με τα όσα έχουμε βιώσει και αυτό το καλοκαίρι, σε ίσως μεγαλύτερο βαθμό από προηγούμενες χρονιές, αποδεικνύεται περίτρανα πως δεν σηκώνει άλλη καθυστέρηση το να προχωρήσει άμεσα, τάχιστα και χωρίς δικαιολογίες, η αύξηση των οργανικών θέσεων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Εξάλλου, μια τέτοια ενέργεια, είναι εντελώς ανέξοδη για την Κυβέρνηση και μόνο οφέλη μπορεί να αποφέρει στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Διαχρονικά, έχει παρατηρηθεί αδικαιολόγητη κωλυσιεργία από τις προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες του ΥΠΑΝ, αλλά και την παρούσα (στη σύντομη θητεία της), αλλά και τις εκάστοτε Κυβερνήσεις. Η κάλυψη πάγιων και επαναλαμβανόμενων αναγκών, με έκτακτους αντί μόνιμους διορισμούς, δεν δικαιολογείται και θα έπρεπε το ΥΠΑΝ, να λαμβάνει σχετική πρόνοια επί τούτου. Η αναγνώριση εκ μέρους του ΥΠΑΝ του μεγάλου προβλήματος που δημιουργείται και ο καθορισμός του ποσοστού των μη μόνιμων εκπαιδευτικών ως προς τις εκπαιδευτικές ανάγκες μέχρι το 7%, κρίνονται ως σημαντικά.
Είναι απόλυτα κατανοητή η δυσαρέσκεια για το γεγονός πως δεν έχει προχωρήσει η αύξηση των οργανικών θέσεων, από τη φετινή σχολική χρονιά. Κάτι τέτοιο θα άμβλυνε σε κάποιο βαθμό και την τόσο καθυστερημένη στελέχωση των σχολείων.
Πλέον η μπάλα βρίσκεται στα πόδια του ΥΠΑΝ, το οποίο καλείται να προβεί σε όλες τις δέουσες ενέργειες, για να προλάβει να εντάξει τις θέσεις στον επόμενο προϋπολογισμό και να καθορίσει και την ευρύτερη πορεία επίλυσης του θέματος. Είναι επιτακτική ανάγκη να καθοριστούν με σαφήνεια οι αριθμοί, στο χρονοδιάγραμμα τετραετίας ή τριετίας, για το οποίο έχει δεσμευτεί γραπτώς το ΥΠΑΝ. Κρίνεται δε ως σημαντικό, να συμφωνηθεί πως το 7%, θα ισχύει για κάθε ετήσιο προϋπολογισμό και για όσους διορισμούς θα ακολουθήσουν, αφού δεν είναι η πρώτη φορά που δημιουργείται τεράστιος αριθμός εκτάκτων, με πρόσφατο παράδειγμα τις μαζικές μονιμοποιήσεις του 2015, ως αντιστάθμισμα για την ψήφιση του νέου συστήματος διορισμών.
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Έχει επισημανθεί επανειλημμένα, πως το νέο σύστημα διορισμών, οκτώ χρόνια μετά την ψήφισή του και έξι χρόνια μετά την εφαρμογή του, παρουσιάζει στρεβλώσεις και αδυνατεί να διασφαλίσει την απαιτούμενη προσφορά θέσεων, στις ανάγκες στελέχωσης των σχολείων. Σε αρκετές ειδικότητες, ο κατάλογος διορισίμων αριθμεί πολύ μικρό αριθμό υποψηφίων, όπως για παράδειγμα:
Οι δε εκτιμήσεις είναι, πως ο αριθμός αυτός δεν θα αυξηθεί σημαντικά, αφού η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων, περιορίζει το ποσοστό επιτυχίας.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες ανακοινώσεις της Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, από την πρώτη κιόλας σειρά διορισμών, έχει εξαντληθεί ο κατάλογος διορισίμων των δασκάλων, των φιλολόγων, των μαθηματικών, και των γαλλικών. Ουσιαστικά, επιβεβαιώνεται πως οι ανάγκες σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να καλύπτονται μόνο μέσω του συστήματος διορισίμων. Είναι σαφές, πως το 2027, όταν καταργηθεί ο κατάλογος διοριστέων, πολύ απλά δεν θα υπάρχουν υποψήφιοι για να διοριστούν και να καλύψουν τις ανάγκες των σχολείων. Συνεπακόλουθα, η στελέχωση των σχολείων θα είναι αδύνατη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αξίζει να σημειωθεί, πως τη φετινή σχολική χρονιά, μετά από την απόφαση για κατάργηση της αγοράς υπηρεσιών και της προσφοράς συμβάσεων μέσω των καταλόγων της ΕΕΥ, η στελέχωση στα ΠΟΣ στη Δημοτική, μπορεί να γίνει μόνο από τον κατάλογο διοριστέων, αφού δεν υπάρχουν διαθέσιμοι υποψήφιοι στον κατάλογο διορισίμων. Κι όλα αυτά, χωρίς να υπολογίζονται και οι τεράστιες ανάγκες για αντικαταστάτες, που προκύπτουν καθεχρονικά.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, καταδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας, πως ο αγώνας για διατήρηση του καταλόγου είναι καθόλα δίκαιος και σωστός. Η ομαλή και απρόσκοπτη στελέχωση των σχολείων, είναι εκ των ων ουκ άνευ και διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία των σχολείων.
Παράλληλα, πρέπει να ληφθούν υπόψη και όλες οι άλλες παράμετροι, που δικαιολογούν τη διατήρηση του καταλόγου διοριστέων. Πρέπει να υπάρξει μέριμνα, ώστε να μη θυματοποιηθούν συνάδελφοι, ειδικά άτομα έχουν προσφέρει στην Εκπαίδευση και η Πολιτεία έχει επενδύσει σε αυτούς. Έχουν δε, αποκομίσει πολύτιμη εκπαιδευτική εμπειρία, που είναι ιδιαίτερα σημαντική στην εκπαίδευση. Πρέπει επίσης, να δοθεί ένα τέλος, στην εργασιακή αβεβαιότητα των ατόμων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο διοριστέων. Γνωρίζοντας τα καταδικαστικά γι’ αυτούς δεδομένα, κατακλύζονται από εργασιακό άγχος και αίσθημα αβεβαιότητας, όντας αναλώσιμοι και με ημερομηνία λήξης.
Με τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα που υπάρχουν μπροστά μας, η διατήρηση του καταλόγου διοριστέων, αποτελεί μονόδρομο, ώστε να διασφαλιστεί η απαραίτητη προσφορά θέσεων και να διασφαλιστεί πως τα σχολεία θα στελεχώνονται επαρκώς και άμεσα. Την ίδια ώρα, το Κράτος θα επωφεληθεί από την επένδυσή του και θα δείξει έμπρακτα την αναγνώρισή του για την προσφορά των επηρεαζόμενων συναδέλφων, δίνοντας τέλος στην εργασιακή τους αβεβαιότητα.
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
[1] http://www.eey.gov.cy/ ΠΙΝΑΚΕΣ/ΔΙΟΡΙΣΙΜΩΝ/ΑΡΧΕΙΟ_ΔΙΟΡΙΣΙΜΩΝ/2023_Diorisimwn_Iounios/Πίνακες-Διορισίμων-Ιούνιος-2023
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ*
Ο χώρος της εκπαίδευσης έχει αρκετές ιδιαιτερότητες και διαφορές, σε σχέση με τη Δημόσια Υπηρεσία. Μία από αυτές, είναι η συνεχής αύξηση των πάγιων αναγκών σε προσωπικό, με την πάροδο του χρόνου. Αυτό οφείλεται κυρίως στην εφαρμογή νέων εκπαιδευτικών πολιτικών, την αύξηση του αριθμού των μαθητών/τριών και των τμημάτων, τη μείωση του διδακτικού χρόνου των εκπαιδευτικών λόγω των χρόνων υπηρεσίας κ.ά. Η πρακτική των εκάστοτε κυβερνήσεων και του ΥΠΑΝ, ήταν να πληρώνονται αυτές οι ανάγκες με έκτακτο προσωπικό, με συμβασιούχους, έστω και αν αυτές οι ανάγκες προβλέπεται πως θα υφίστανται και τα επόμενα χρόνια. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής, ήταν και είναι, η δημιουργία μεγάλου αριθμού συμβασιούχων, ορισμένου και αορίστου χρόνου, για πολλά χρόνια. Η δημιουργία νέων οργανικών θέσεων (και συνεπώς αύξηση των μόνιμων θέσεων), σπάνια εφαρμόζεται αφού είναι μια χρονοβόρα διαδικασία που απαιτεί έγκριση από το Υπουργείο Οικονομικών, το Υπουργικό και ψήφιση από τη Βουλή.
Παρόλες τις έντονες αντιδράσεις και εκκλήσεις, τόσο των επηρεαζόμενων συμβασιούχων ορισμένου και αορίστου χρόνου, αλλά και των εκπαιδευτικών Οργανώσεων, για αύξηση των οργανικών θέσεων, οι εκάστοτε κυβερνήσεις όχι μόνο επιτρέπουν την πλήρωση μεγάλου αριθμού θέσεων με συμβασιούχους, αλλά υπήρξαν και περιστάσεις κατά την οποία το αυτονόητο, η μονιμοποίηση αυτού του πολύ μεγάλου αριθμού συμβασιούχων, εργαλειοποιήθηκε από τους κυβερνώντες. Για παράδειγμα, το 2015, δόθηκε ένας μεγάλος αριθμός μονιμοποιήσεων ως αντάλλαγμα για να ψηφιστεί το Νέο Σχέδιο Διορισμού στην Εκπαίδευση. Πριν μερικούς μόνο μήνες, το ΥΠΑΝ μέσω του πρώην Γενικού του Διευθυντή αποπειράθηκε να πάρει ως αντάλλαγμα για αύξηση των οργανικών θέσεων την άμεση κατάργηση του καταλόγου διοριστέων από το 2023, λαμβάνοντας ένα ηχηρό όχι από τις Οργανώσεις.
Κατά την περσινή σχολική χρονιά, στη Δημοτική Εκπαίδευση (Δημοτική, Προδημοτική και Ειδική Εκπαίδευση) εργάζονταν περίπου 1150 συμβασιούχοι ορισμένου και αορίστου χρόνου. Το ποσοστό εκτάκτων επί του συνόλου των εκπαιδευτικών ανήλθε περίπου στο 10% στη Δημοτική, στο 17% στην Προδημοτική και ξεπέρασε το 50% στην Ειδική. Αυτά τα ποσοστά αναμένεται να αυξηθούν την επόμενη σχολική χρονιά με την αύξηση των διορισμών λόγω αυξημένων αναγκών.
Στις 25 Ιουλίου με επιστολή της η ΥΠΑΝ αναγνώρισε πως το ποσοστό των εκτάκτων ανά βαθμίδα πρέπει να κυμαίνεται στο 7%, για την περίοδο 2023-2027. Φαίνεται να υπάρχει η πρόθεση από το ΥΠΑΝ να προχωρήσει σταδιακά στην αύξηση των οργανικών θέσεων έτσι ώστε το ποσοστό των εκτάκτων μέχρι το 2027 να κυμαίνεται στο 7%. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να προχωρήσει σταδιακά σε περισσότερες από 700 μονιμοποιήσεις Δασκάλων, Νηπιαγωγών και Ειδικών Εκπαιδευτικών, με την Ειδική να λαμβάνει δικαίως τη μερίδα του λέοντος λόγω του μεγάλου αριθμού εκτάκτων.
Αυτή τη φορά ελπίζουμε πως η απαράδεκτη τακτική της διασύνδεσης της αύξησης των οργανικών θέσεων με ανταλλάγματα και όρους, δεν θα εφαρμοστεί από τους κυβερνώντες. Τουναντίον, θα πρέπει να διασφαλιστεί μέσω συμφωνίας πως το ποσοστό του αριθμού των εκτάκτων θα διατηρηθεί στο 7% και μετά το 2027. Οι εσωτερικές διαδικασίες της εκάστοτε κυβέρνησης, θα πρέπει να απλοποιηθούν, έτσι ώστε η αύξηση των οργανικών θέσεων να γίνεται άμεσα.
Η γρήγορη και άμεση αύξηση των οργανικών θέσεων, θα βοηθήσει στην καταπολέμηση του άγχους και της αβεβαιότητας των εκτάκτων εκπαιδευτικών αλλά και στην πιο έγκαιρη και ορθή στελέχωση των σχολικών μονάδων. Οι επόμενοι μήνες είναι καθοριστικοί, στο να οριστεί χρονοδιάγραμμα, μέσω του οποίου θα γίνουν οι απαραίτητες μονιμοποιήσεις αλλά και να συμφωνηθεί επιτέλους, μια άμεση και σύντομη διαδικασία αύξησης των οργανικών θέσεων, που θα εφαρμόζεται κάθε χρόνο, για οριστική επίλυση του ζητήματος.
*Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ
Οργ. Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Ένα από τα πάγια αιτήματα αναβάθμισης της Προδημοτικής Εκπαίδευσης, ήταν η επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης των παιδιών, από την ηλικία των 4 ετών και 8 μηνών στην ηλικία των 4 ετών. Μια πάγια απαίτηση της κοινωνίας και των εκπαιδευτικών και ένα αίτημα καθόλα δίκαιο, με καθαρά εκπαιδευτική και επιστημονική βάση.
Ενώ θα ανέμενε κάποιος πως μετά από τόσα χρόνια αναμονής θα καταρτιζόταν ένας ολοκληρωμένος και σωστός σχεδιασμός, η προηγούμενη Κυβέρνηση αποφάσισε την επιχορήγηση του ιδιωτικού τομέα, με τη χρήση κουπονιών, μέχρι το 2026. Ουσιαστικά επιχειρήθηκε να δοθεί η υπερεξουσία στον Υπουργό Παιδείας για διοχέτευση παιδιών στα ιδιωτικά νηπιαγωγεία, επιχορηγώντας μέρος των διδάκτρων, με το πρόσχημα ότι δεν υπήρχαν αρκετές θέσεις στο Δημόσιο Νηπιαγωγείο.
Μετά από συζητήσεις επί συζητήσεων στην Επιτροπή Παιδείας της Βουλής και στην Ολομέλεια της Βουλής και παρά την απουσία ουσιαστικού διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους, στις 2/12/2022[1] στη Βουλή υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία των κομμάτων, τροπολογία επί της Κυβερνητικής πρότασης, για επέκταση της Υποχρεωτικής Προδημοτικής Εκπαίδευσης. Παρά το γεγονός πως η τροπολογία επιχειρούσε να διασφαλίσει τη μη ιδιωτικοποίηση της Δημόσιας Εκπαίδευσης, συνέχισαν να υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις επί των προνοιών της Νομοθεσίας, ενώ το ΥΠΑΝ παρέμενε απρόθυμο να προβεί στα δέοντα.
Τελικά, το νομοσχέδιο αναπέμφθηκε από τον ΠτΔ[2] ασκώντας το συνταγματικό του δικαίωμα και μετά την απόρριψη της αναπομπής από τη Βουλή παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο για τελική απόφαση. Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 27 Ιουνίου 2023[3], έκρινε αντισυνταγματική τη ρύθμιση που είχε εγκρίνει η Βουλή αφού σύμφωνα με το σκεπτικό που εξέδωσε, η νομοθεσία δημιουργούσε πρόσθετες δαπάνες στον προϋπολογισμό, κάτι το οποίο δεν μπορεί να αποφασίσει η Βουλή.
Ουσιαστικά, μια πολύ σημαντική εκπαιδευτική πολιτική, πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων, λόγω κάκιστων χειρισμών από την προηγούμενη Κυβέρνηση. Δυστυχώς, χάθηκε ένα πολύ σημαντικό ορόσημο και μια σπουδαία ευκαιρία να στηριχθεί η Δημόσια Προδημοτική Εκπαίδευση και το Δημόσιο Σχολείο.
Το μόνο θετικό από την όλη υπόθεση είναι πως είναι καταγεγραμμένη η καθολική παραδοχή πως η επέκταση της Υποχρεωτικής Προδημοτικής Εκπαίδευσης πρέπει να προχωρήσει. Χωρίς ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα και έμμεσες απειλές περί Ευρωπαΐκών κονδυλίων, η παρούσα Κυβέρνηση και το ΥΠΑΝ μπορούν να προχωρήσουν σε σταδιακή επέκταση της Υποχρεωτικής Προδημοτικής Εκπαίδευσης, σε σωστές βάσεις.
Η επέκταση της υποχρεωτικής Προδημοτικής πρέπει να γίνει με σαφή στρατηγικό σχεδιασμό, σταδιακά και οργανωμένα. Συγκεκριμένα το ΥΠΑΝ πρέπει να:
Το ΥΠΑΝ οφείλει να προχωρήσει σε σταδιακή και οργανωμένη επέκταση της Υποχρεωτικής Προδημοτικής Εκπαίδευσης, διαφυλάσσοντας τον δημόσιο χαρακτήρα της και διασφαλίζοντας πως όλα τα παιδιά σε όλο το φάσμα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, έχουν μία θέση στο Δημόσιο Σχολείο. Το μόνο που χρειάζεται, είναι σωστός προγραμματισμός και μια επένδυση η οποία δεν θα σπαταληθεί σε μερικά κουπόνια αλλά θα την απολαμβάνουν και οι επόμενες γενεές.
Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
Μιχάλης Αλεξόπουλος, Γενικός Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ
[1] https://politis.com.cy/561203/article
[2] https://www.offsite.com.cy/eidiseis/politiki/anepempse-nomo-gia-epektasi-ypohreotikis-prodimotikis-o-ptd
[3] https://www.stockwatch.com.cy/el/article/ergasiaka-paideia/kokkino-apo-anotato-stin-ypohreotiki-prodimotiki
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ*
“Leadership and learning are indispensable to each other” – John F. Kennedy
Αναντίλεκτα οι σχολικές μονάδες επιτελούν ένα πολυσχιδές και δύσκολο έργο. Σημείο αναφοράς σε αυτή την προσπάθεια είναι πάντα η διευθυντική ομάδα, η ηγεσία μιας σχολικής μονάδας. Οι ανάγκες διοίκησης των σχολικών μονάδων έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια λόγω των αυξημένων απαιτήσεων από το ΥΠΑΝ και τους γονείς, την αύξηση της παραβατικότητας, τον εκσυγχρονισμό των μεθόδων διδασκαλίας, τη χρήση της τεχνολογίας, την αύξηση των παιδιών που εντάσσονται στην ειδική εκπαίδευση κ.ά.
Αυξημένα δεν είναι μόνο τα καθήκοντα και οι απαιτήσεις αλλά και ο μαθητικός πληθυσμός. Το 2006 στα δημόσια νηπιαγωγεία φοιτούσαν 10225 παιδιά ενώ σήμερα ο αριθμός αυτός έχει φτάσει τα 13139 παιδιά. Ενώ έχει παρατηρηθεί μια αύξηση στον μαθητικό πληθυσμό της τάξης του 30%, οι διοικητικές θέσεις παραμένουν λίγο πολύ οι ίδιες, από το 2006. Συγκεκριμένα, το 2006 υπηρετούσαν στα δημόσια νηπιαγωγεία 38 Διευθύντριες και 65 Βοηθοί Διευθύντριες ενώ το 2023 υπηρετούν 46 Διευθύντριες και 66 Βοηθοί Διευθύντριες. Το διοικητικό προσωπικό παραμένει ουσιαστικά αναλλοίωτο αριθμητικά εδώ και 17 χρόνια παρόλο που οι ανάγκες έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Δυστυχώς το ΥΠΑΝ αφήνει αδιοίκητη μεγάλη μερίδα σχολείων, αφού δεν τα στελεχώνει με το απαραίτητο διοικητικό προσωπικό.
Η νομοθεσία όσον αφορά τους τύπους των σχολείων (δημοτικών και νηπιαγωγείων) και τη διοίκησή τους είναι ξεκάθαρη: Σχολεία με 1 δάσκαλο/νηπιαγωγό (μονοδιδάσκαλα) διοικούνται από απλή εκπαιδευτικό, σχολεία με 2 δασκάλους/νηπιαγωγούς (διδιδάσκαλα) διοικούνται από Βοηθό Διευθυντή ή απλό εκπαιδευτικό ενώ σχολεία με 3 ή περισσότερους δασκάλους/νηπιαγωγούς (πολυδιδάσκαλα) διοικούνται από Διευθυντή. Ενώ τα πλείστα διδιδάσκαλα δημοτικά με περισσότερο από 20 παιδιά διοικούνται από Βοηθό Διευθυντή, υπάρχουν 65 περίπου διθέσια νηπιαγωγεία με περισσότερο από 20 μαθητές που διοικούνται από απλές νηπιαγωγούς. Ταυτόχρονα, από τα 89 πολυθέσια νηπιαγωγεία, μόνο 46 διοικούνται από Διευθύντρια ενώ 32 διοικούνται από Βοηθό Διευθύντρια και 11 από απλή νηπιαγωγό. Αυτό σημαίνει πως για να διοικούνται από το κατάλληλο προσωπικό τα πολυθέσια δημόσια νηπιαγωγεία, πρέπει να δημιουργηθούν 43 περίπου θέσεις Διευθύντριας. Όταν δημιουργηθούν αυτές οι θέσεις, οι 32 Βοηθοί Διευθύντριες που διοικούν πολυθέσια νηπιαγωγεία θα μπορούν να εργαστούν σε διθέσια νηπιαγωγεία για να καλύψουν μέρος του διοικητικού κενού αλλά θα πρέπει να δημιουργηθούν άλλες 33 θέσεις Βοηθού Διευθύντριας για να καλυφθούν όλα τα διθέσια με περισσότερο από 20 μαθητές.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 108 νηπιαγωγεία Παγκύπρια που δε διοικούνται από το προσωπικό που προβλέπεται, ποσοστό 40% των δημόσιων νηπιαγωγείων. Σε αυτά τα νηπιαγωγεία φοιτούν 6062 παιδιά, 46% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως υπάρχουν μεγάλα νηπιαγωγεία με 75 μαθητές που διοικούνται από απλές νηπιαγωγούς αντί Διευθύντριες ενώ υπάρχουν νηπιαγωγεία των 45 μαθητών που διοικούνται από συμβασιούχες νηπιαγωγούς.
Η δημιουργία αυτών των θέσεων είναι ακόμη πιο επιτακτική αν λάβουμε υπόψη μας και την επικείμενη αύξηση του μαθητικού πληθυσμού στα δημόσια νηπιαγωγεία από τη σταδιακή επέκταση της υποχρεωτικής Προδημοτικής. Όλο και περισσότερα παιδιά θα φοιτούν στο Δημόσιο μεγαλώνοντας έτσι το μέγεθος και αλλάζοντας τον τύπο πολλών νηπιαγωγείων, καθιστώντας απαραίτητη την ανάγκη διοίκησής τους από Βοηθό Διευθύντρια ή Διευθύντρια. Ακόμη και χωρίς να υλοποιηθεί η επέκταση της υποχρεωτικής Προδημοτικής, την επόμενη σχολική χρονιά τα τμήματα θα είναι αυξημένα κατά 10, δημιουργώντας περαιτέρω διοικητικά κενά.
Το πρόβλημα της απουσίας διοικητικού προσωπικού έρχεται να προστεθεί στον μειωμένο διοικητικό χρόνο της διευθυντικής ομάδας και της μη επαρκούς (από άποψη χρόνου) παρουσίας γραμματειακού προσωπικού στα δημόσια νηπιαγωγεία, συντείνοντας στη διοικητική τους αποψίλωση και αποδυνάμωση. Η δε διοικητική στήριξη είναι ανύπαρκτη στα 87 μονοθέσια νηπιαγωγεία που λειτουργούν Παγκύπρια, αφού δε δίνεται καθόλου διοικητικός χρόνος στις νηπιαγωγούς που τα διοικούν. Μετά από πιέσεις της ΠΟΕΔ είναι καταγεγραμμένη η θετική διάθεση του ΥΠΑΝ να δώσει μελλοντικά κάποιο διοικητικό χρόνο στα μονοθέσια νηπιαγωγεία, κάτι το οποίο όμως πρέπει να υλοποιηθεί το συντομότερο.
Το ΥΠΑΝ οφείλει να στηρίξει τη διοίκηση των δημόσιων νηπιαγωγείων αυξάνοντας τις οργανικές θέσεις Διευθύντριας και Βοηθού Διευθύντριας. Έτσι, η λειτουργία των νηπιαγωγείων θα γίνει ακόμη καλύτερη και πιο αποδοτική, προς όφελος των παιδιών, του εκπαιδευτικού συστήματος και των μαθησιακών αποτελεσμάτων.
*Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ
Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ