Ανεξάρτητη Κίνηση Δασκάλων και Νηπιαγωγών

Τα τελευταία χρόνια η Κυπριακή Εκπαίδευση, έχει στοχοποιηθεί από πολλούς, είτε δημοσιογράφους, είτε κρατικούς αξιωματούχους, είτε εκπροσώπους των βιομηχάνων. Οι περισσότερες αναφορές γίνονται με τρόπο ισοπεδωτικό,  σχεδόν πάντα μονόπλευρα, χωρίς το στοιχείο της αντικειμενικότητας ή έστω της δημοσιογραφικής ή τεχνοκρατικής έρευνας και τις πλείστες φορές αποσπασματικά. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που γίνεται αποσπασματική επίκληση διεθνών ερευνών/μελετών. Κάτι ανάλογο πράττει συστηματικά ένας ανεξάρτητος αξιωματούχος του κράτους, ο Γενικός Ελεγκτής, που λόγω ρόλου και θέσης χαίρει της εκτίμησης της κοινωνίας, όντας ο θεματοφύλακας  της ευνομίας και της τάξης στο Δημόσιο και της ανάδειξης των παρασπονδιών του τόπου – οι οποίες δεν είναι και λίγες. Το ανησυχητικό είναι πως οι εκθέσεις σε κάποια βαθμό στηρίζονται σε υπεραπλουστευμένες συλλογιστικές, παράδοξες συγκρίσεις, ποσοτικές αποτιμήσεις και μόνο ή και μη ακριβή στοιχεία. Τα μηνύματα που περνούν προς τα έξω είναι εσφαλμένα, διαμορφώνουν πολεμικό κλίμα απέναντι στο ανθρώπινο δυναμικό της εκπαίδευσης και συνεπαγωγικά ενισχύεται η αποδόμηση του κύρους των εκπαιδευτικών. 

Με την πρόφαση της συμμόρφωσης στις εισηγήσεις των εκθέσεων αυτών, το Υπουργείο Παιδείας βρήκε την ευκαιρία να επιβάλει άμεσα τις πολιτικές του, στοχεύοντας φυσικά και στο να αποπροσανατολίσει την Κοινή Γνώμη από το ξεπούλημα του Συνεργατισμού μετά το ανάλογο φαγοπότι. Πρόκειται για το ίδιο Υπουργείο που δεν δείχνει την ίδια σπουδή σε ζωτικής φύσης παραμέτρους της σχολικής ζωής, αφού ακόμα αναμένεται να εκπονήσει σχέδιο δράσης για την ασφάλεια και υγεία των σχολείων, ενώ οι περιβόητοι κανονισμοί λειτουργίας των σχολείων ακόμα τυγχάνουν … νομικής μελέτης!

Οι εκθέσεις που επικαλείται η Επίσημη Πλευρά, με αναφορές στις απαλλαγές που προσφέρονται σε εκπαιδευτικούς, για διδακτικό χρόνο έναντι άλλων υπηρεσιών του δημοσίου ή συγκρίσεις με εκπαιδευτικά συστήματα του εξωτερικού είναι σε μεγάλο βαθμό μονόπλευρες. Ουσιαστικά γίνεται παράθεση επιλεγμένων (!) αποσπασμάτων από μακροσκελέστατες/πολυσέλιδες εκθέσεις. Για παράδειγμα στις ίδιες πηγές που επικαλούνται οι εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, υπήρχαν αναφορές για καθορισμό σχεδόν από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες της προσφοράς και της ζήτησης των εκπαιδευτικών, ο μέγιστος αριθμός μαθητών ανά προσωπικό για ηλικίες 1 μέχρι 5 ετών στην Ευρώπη που είναι καταδικαστικός για την Κύπρο. Επίσης δεν γίνεται καμιά αναφορά πως στις πλείστες χώρες οι εκπαιδευτικοί παίρνουν επιδόματα πέραν του βασικού μισθού τους, πως σε πολλές χώρες η αναλογία εκπαιδευτικών – μαθητών είναι πολύ καλύτερη κ.ά.

Πρόσφατες παρεμβάσεις του Γενικού Ελεγκτή ασκούσαν κριτική ως προς την αποτελεσματικότητα των Κύπριων εκπαιδευτικών, υπονοώντας πως είναι και ευνοημένοι, παραθέτοντας συγκριτικά στοιχεία με άλλες χώρες. Οι αναφορές αυτές, δείχνουν οι εκθέσεις δεν λαμβάνουν υπόψη πως παράμετροι άλλων εκπαιδευτικών συστημάτων ή εφαρμοσμένες πρακτικές δεν είναι κατ’ ανάγκη συγκρίσιμες με το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα. Η αποσπασματική αναφορά σε διαστάσεις εκπαιδευτικών συστημάτων άλλων χωρών είναι αβάσιμη και καταδεικνύει τουλάχιστον ημιμάθεια αναφορικά με την εκπαιδευτική πραγματικότητα και προφανώς και αλλότρια κίνητρα! 

Αιχμή του δόρατος για άσκηση κριτικής για το Εκπαιδευτικό μας σύστημα και κατ’ επέκταση την ποιότητα των εκπαιδευτικών είναι οι φαινομενικά χαμηλές επιδόσεις της Κύπρου σε διεθνείς Εκπαιδευτικές Έρευνες. Εκείνο που επιμελώς αγνοείται στις αναφορές στις διεθνείς έρευνες (TIMSS και PISA) είναι το γεγονός πως τα αποτελέσματα τέτοιων ερευνών εντοπίζουν/αξιολογούν ένα περιορισμένο εύρος μάθησης, αγνοώντας παραμέτρους πολύ σημαντικές για την παιδεία όπως  τη φυσική, ηθική, κοινωνική, αισθητική ανάπτυξη των παιδιών. Μελέτες καταδεικνύουν πως η αξιοπιστία των δοκιμίων που χρησιμοποιούνται είναι πολύ χαμηλή, με την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων μεγάλου ποσοστού των εξεταζομένων να είναι αμφισβητούμενη. Υπάρχει η πεποίθηση από ακαδημαϊκούς σε όλο τον κόσμο πως οι έρευνες αυτές τείνουν να είναι προκατειλημμένες υπέρ του οικονομικού και εργασιακού χαρακτήρα της εκπαίδευσης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη σημαντικότερη αποστολή των σχολείων: την προετοιμασία των μαθητών για συμμετοχή και ευημερία σε δημοκρατικές κοινωνίες[1]. Η εκπαίδευση όμως, δεν μπορεί να αποτιμάται μόνο με όρους της οικονομίας, με τη συνεχή επίκληση της σχολικής αποτελεσματικότητας. Το πλέον οξύμωρο όμως, είναι πως στην προαναφερθείσα αναφορά του,  αγνοεί το γεγονός πως στην πρόσφατη συμμετοχή της η Κύπρος (2015) στην TIMSS (Δημοτική Εκπαίδευση) είχε εντυπωσιακή άνοδο στα αποτελέσματά της, σε σχέση με τις προηγούμενες συμμετοχές[2], [3]. Η ρητορική απαξίωσης που χρησιμοποιείται ουσιαστικά επιβεβαιώνει πως στην Κύπρο δυστυχώς, τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών, χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως μοχλός πίεσης προς τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, και αποτελούν το κύριο όπλο για αποδόμηση του κύρους των εκπαιδευτικών και χειραγώγησης της κοινής γνώμης.

Όσον αφορά τον περιβόητο εξορθολογισμό του Υπουργείου Παιδείας, που περιλαμβάνει την κατάργηση της μείωσης του διδακτικού χρόνου με βάση τα χρόνια υπηρεσίας, ή την μείωση διδακτικού χρόνου για την υπευθυνότητα τμήματος, επίσημα στοιχεία δείχνουν πως δεν υπάρχει καμιά ερευνητική λογική ή τεκμηρίωση πίσω από αυτό. Η έκθεση του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) το 2015[4], αναφέρει πως ο μη διδακτικός χρόνος αποτελεί απαραίτητο και αναγκαίο μέρος της εκπαιδευτικής πράξης. Παρατίθεται επίσης μια ευρεία σειρά από δραστηριότητες που καλείται να διεκπεραιώσει ο εκπαιδευτικός κατά το μη διδακτικό χρόνο. Εξάλλου, σε ένα ζωντανό οργανισμό όπως τα σχολεία, οι εκπαιδευτικοί αναλαμβάνουν καθημερινά ποικίλες πρωτοβουλίες και προσαρμόζονται στις εκάστοτε απαιτητικές ανάγκες της σχολικής κοινωνίας. Οι εκπαιδευτικοί ανάμεσα σε άλλα, καλούνται να εμπλακούν σε προγράμματα, να υλοποιήσουν δημιουργικές δραστηριότητες, να επικοινωνήσουν και να συνεργαστούν με τους γονείς, να στηρίξουν μαθητές, να συμμετάσχουν σε πολυθεματικές ομάδες ειδικών για στήριξη παιδιών με δυσκολίες, να συμμετάσχουν σε δράσεις για την επαγγελματική τους ανάπτυξη, να εφαρμόσουν καινοτομίες… Και φυσικά τα πιο πάνω δεν αποτελούν καμιά πρωτοτυπία ή παραδοξότητα του Κυπριακού Εκπαιδευτικού Συστήματος, αλλά συνήθη πρακτική σε όλα τα προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα.

Οι πρόσφατες αναφορές, ενέργειες και συμπεριφορές, αλλά και όσες προηγήθηκαν, δεν μπορούν να θεωρηθούν τίποτα άλλο παρά μια επίθεση στην εκπαίδευση και την εκπαιδευτική κοινότητα. Τέτοιου είδους επιθέσεις είναι από κάθε άποψη αδικαιολόγητες και κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό στον ευαίσθητο και πολυσήμαντο χώρο της εκπαίδευσης. Σαφώς και η εκπαίδευσή μας ταλανίζεται από πολλά προβλήματα και είναι δεδομένο πως θα μπορούσε να είναι κατά πολύ καλύτερη. Όμως, οι επιθέσεις που γίνονται από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, τον πολιτικό προϊστάμενο του Υπουργείου, αξιωματούχους, δημοσιογράφους κλπ. δεν έχουν σκοπό να κάνουν την εκπαίδευση καλύτερη. Έχουν σκοπό να υποσκάψουν τη δημόσια εκπαίδευση και τους λειτουργούς της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται … Η εκπαίδευση δεν μπορεί να αποτιμάται μόνο με όρους της οικονομίας, με τη συνεχή επίκληση της σχολικής αποτελεσματικότητας ή τους όρους εργασίας των εκπαιδευτικών. Με δεκανίκια από την έκθεση του Γενικού Ελεγκτή και ιδιωτικών οίκων αξιολόγησης, γίνεται ακόμη μια προσπάθεια να δικαιολογηθούν οι περικοπές των δαπανών για την εκπαίδευση, σύμφωνα με τις επιταγές της Τρόικα και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η εκπαιδευτική πολιτική όμως, σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να μετριέται με λογιστικούς -  οικονομίστικους όρους!

 

Μιχάλης Αλεξόπουλος, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ.

 

[1] http://www.theguardian.com/education/2014/may/06/oecd-pisa-tests-damaging-education-academics

[2] https://goo.gl/Gf6a6q

[3] http://keea-timss.pi.ac.cy/timss/data/uploads/timss_2015_pressrelease7dec2016pr.pdf

[4] https://www.oecd-ilibrary.org/docserver/5js64kndz1f3-en.pdf?expires=1530713665&id=id&accname=guest&checksum=7F8E509D23E2080EA6B868586A5430A7