Ανεξάρτητη Κίνηση Δασκάλων και Νηπιαγωγών

Το παρόν άρθρο είναι το τρίτο από μια σειρά άρθρων[1] [2] που σκοπό έχουν να αγγίξουν το θέμα της σχολικής βίας και παραβατικότητας. Το πρώτο άρθρο παρουσίασε το πρόβλημα και τις προεκτάσεις του στην εκπαίδευση ενώ το δεύτερο άρθρο παράθεσε πρακτικές και διαδικασίες που μπορούν να εφαρμοστούν αυτή τη στιγμή από τους εκπαιδευτικούς και τα σχολεία για διαχείριση της βίας και της παραβατικότητας.

Η βία και η παραβατικότητα, είναι προβλήματα που επηρεάζουν εκ βάθρων τους σκοπούς του σχολείου και της μάθησης. Μέσα από τη βιβλιογραφία, αλλά και την εμπειρία στο σχολικό πλαίσιο, προκύπτει πως επιβάλλεται η εφαρμογή προληπτικής και παρεμβατικής πολιτικής, με στόχο τον έλεγχο και τη μείωση του φαινομένου. Η διαχείριση της παραβατικότητας στο σχολείο απαιτεί σαφή στόχευση και στρατηγική, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Αρκετές εισηγήσεις για αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου, περιλαμβάνονται και στην έκθεση του ΠΑ.ΒΙ.Σ. αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία.

  • Πρόληψη/Παρέμβαση: Στόχος των εκπαιδευτικών συστημάτων θα πρέπει να η προληπτική τους λειτουργία, προτού δηλαδή εμφανιστούν τα διάφορα προβλήματα συμπεριφοράς, μάθησης, και προτού ακόμα εξελιχθούν σε σοβαρότερα προβλήματα βίας και επιθετικότητας. Οι σχολικές παρεμβάσεις, η πρόληψη και παρέμβαση, μπορούν να μειώσουν το άγχος και να αυξήσουν την ποιότητα ζωής όλων των εμπλεκομένων, αλλά και να οδηγήσουν σε μείωση της σχολικής βίας/περιθωριοποίησης των μαθητών. Είναι σημαντικό να γίνεται μελέτη των συνθηκών που μπορεί να βάζουν ένα μαθητή σε επικινδυνότητα (at-risk), να μελετώνται οι αιτίες άγχους των μαθητών όπως η σχολική αποτυχία, προβλήματα στην οικογένεια (ανεργία, βία στην οικογένεια, κακοποίηση του ίδιου παιδιού κλπ.), καθώς και η κοινωνική απομόνωση και έλλειψη φίλων (αλλοδαποί μαθητές, νέοι μαθητές από άλλα σχολεία). Κατανοώντας το παιδί μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας και του σχολείου και των αλληλεπιδράσεων τους, μπορούμε καλύτερα να κατανοήσουμε τις αιτίες και τους παράγοντες επικινδυνότητας, που ενδεχομένως μπορούν να οδηγήσουν ένα παιδί σε προβληματικές συμπεριφορές, όπως η βία και η επιθετικότητα[3].
  • Ενημέρωση: Η ενημέρωση όλων των εμπλεκομένων (εκπαιδευτικών, μαθητών, γονιών/κηδεμόνων) σε θέματα διαχείρισης βίας και έγκαιρης αναγνώριση βίαιων ή εκφοβιστικών συμπεριφορών, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Κάποιες πιθανές θεματικές ενημέρωσης/πληροφόρησης, είναι η κατανόηση του τι αποτελεί βία και πως εκδηλώνεται, τι χρειάζεται να προσεχθεί ώστε να ανιχνευτεί η βία όταν αυτή δεν είναι εμφανής, αλλά και το πως πρέπει να προσεγγιστεί το θύμα και ο θύτης.
  • Επιμόρφωση και στήριξη διευθυντικής ομάδας: Οι διευθυντές/τριες των σχολείων, χρειάζονται ποιοτική εκπαίδευση, υποστήριξη και επιμόρφωση, σε συστηματική βάση, για το διοικητικό έργο που καλούνται να παράγουν και τελικώς προσφέρουν. Οι δε γραφειοκρατικές διαδικασίες και δυσκίνητες ενέργειες πρέπει να αμβλυνθούν. Είναι παραδεκτό, πως οι διευθύνσεις των σχολείων αναλαμβάνουν καθήκοντα με υψηλό άγχος και συχνά περιορισμένη υποστήριξη από την Πολιτεία και το Υπουργείο Παιδείας. Πολλές φορές η έλλειψη εκπαίδευσης ως τα προς τα προβλήματα συμπεριφοράς των μαθητών και οι χειρισμοί τους που δεν έχουν ανταπόκριση, κάνουν το πρόβλημα ακόμα χειρότερο. Για να μπορέσουν οι διευθυντές να χειριστούν τα περιστατικά που ολοένα και αυξάνονται και ταυτόχρονα να φέρουν εις πέρας το πολυσχιδές διοικητικό τους έργο, επιβάλλεται να αυξηθεί ο διοικητικός τους χρόνος και ταυτόχρονα να μειωθεί αισθητά ο διδακτικός χρόνος.
  • Επιμόρφωση και στήριξη εκπαιδευτικών: Κατά ανάλογο τρόπο, επιβάλλεται η επιμόρφωση και συνεχής στήριξη των εκπαιδευτικών. Ταυτόχρονα πρέπει να ενισχυθεί ο θεσμός του Υπεύθυνου Τμήματος και να ολοκληρωθεί σε όλες τις βαθμίδες και τάξεις. Σύμφωνα εξάλλου με το καθηκοντολόγιο του Υπεύθυνου Τμήματος, αυτός ενημερώνει, συζητά και επεξεργάζεται με τα παιδιά του τμήματός του/της τον κώδικα καλής συμπεριφοράς του σχολείου και ετοιμάζει, μαζί με τα παιδιά του τμήματός, ειδικό κώδικα καλής συμπεριφοράς του τμήματος και μεριμνά για την εφαρμογή του. Ο υπεύθυνος τμήματος, συμμετέχει στην εφαρμογή πρακτικών/στρατηγικών επίλυσης προβλημάτων αντικοινωνικής/αρνητικής συμπεριφοράς και πρόληψης της βίας. Έχει την ευθύνη καταγραφής σοβαρών περιστατικών απειθαρχίας παιδιών του τμήματός. Εφαρμόζει δε, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση του σχολείου τη νέα διαδικασία παρέμβασης για χειρισμό παιδιών με πιθανές μαθησιακές, συναισθηματικές ή άλλες δυσκολίες (Μηχανισμός Εντοπισμού και Στήριξης[4]). Συνεπώς, μιας και ο φόρτος εργασίας του υπεύθυνου τμήματος έκδηλα είναι μεγάλος και με δεδομένο πως το φαινόμενο της βίας και παραβατικότητας εκθετικά οξύνεται, επιβάλλεται η ανάλογη στήριξη στους μάχιμους εκπαιδευτικούς, ώστε να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους.
  • Ψυχολογική και συμβουλευτική στήριξη θυτών και θυμάτων σχολικής βίας: Η ενίσχυση των μαθητών που θυματοποιούνται με δράσεις που συμβάλουν στην ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης και αποφυγή περιθωριοποίησης, είναι κάτι που χρειάζεται να γίνει. Προς αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να γίνει οργάνωση βιωματικών εργαστηρίων για τρόπους διαχείρισης και αυτορρύθμιση συναισθημάτων που αφορούν τη δυσφορία που μπορεί να βιώνουν οι μαθητές είτε στον ρόλο του θύτη είτε στον ρόλο του θύματος. Με στόχο την εξάλειψη του αισθήματος της αβοηθησίας που βιώνεται συχνά από τους εκπαιδευτικούς, κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική η τακτική παροχή υποστήριξης, μέσα σε ένα ευρύτερο δίκτυο διαχείρισης σχολικής βίας. Πρέπει επίσης, να πραγματοποιείται, περιεκτική αξιολόγηση του συμβάντος και τακτική ψυχολογική και συμβουλευτική στήριξη των άμεσα εμπλεκομένων, με στόχο την αποφυγή μελλοντικών επεισοδίων, αλλά κυρίως τη λήψη ουσιαστικής βοήθειας στη βάση των εξατομικευμένων αναγκών του θύτη και του θύματος. Αυτό μπορεί να γίνει, με την ενεργή εμπλοκή ψυχολόγων, συμβούλων, και ειδικών σε θέματα βίας. Φυσικά για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να ενισχυθεί σημαντικό ο τομέας της εκπαιδευτικής ψυχολογίας και συμβουλευτικής, με σημαντική αύξηση του αριθμού των εκπαιδευτικών ψυχολόγων, ώστε να ανταποκρίνονται άμεσα, όπου και όταν χρειάζεται.
  • Αντιμετώπιση παραγόντων κινδύνου/προαγωγή παραγόντων προστασίας: Χρειάζεται η ενδυνάμωση των ψυχοσυναισθηματικών δεξιοτήτων των μαθητών (για παράδειγμα δεξιότητες συναισθηματικής έκφρασης και ενσυναίσθηση) καθώς και ανάπτυξη ψυχικής ανθεκτικότητας και ικανοτήτων επίλυσης διαφορών. Σημαντική επίσης είναι η ενδυνάμωση της ικανότητας διαχείρισης συναισθημάτων και ανάπτυξη στρατηγικών διαχείρισης θυμού. Αυτό μπορεί να γίνει με πραγματοποίηση βιωματικών εργαστηρίων, συναισθηματική αγωγή, σεμινάρια, παιδαγωγικό διάλογο, δραστηριότητες και δράσεις πρόληψης (π.χ., αθλητικές, πολιτιστικές, κοινωνικές), βίντεο επιμόρφωσης, έντυπο υλικό εντός του σχολείου (π.χ., αφίσες που αναδεικνύουν το τι αποτελεί αποδεκτή/μη αποδεκτή συμπεριφορά). Ζωτικής σημασίας, είναι η ενίσχυση θετικού και ασφαλούς σχολικού κλίματος, ώστε τα παιδιά να νιώθουν μέλη σε μία σχολική κοινότητα η οποία είναι πρόθυμη να τα στηρίξει. Η παρέμβαση, που έχει ως στόχο τη μείωση περιστατικών βίας μετά την εμφάνιση τους, πρέπει να εστιάζεται στη δημιουργία μηχανισμών διαχείρισης τέτοιων περιστατικών εντός των σχολικών μονάδων.
  • Συνεπής τήρηση των πειθαρχικών κανόνων: Είναι πιο σημαντικό να είμαστε συνεπείς με τις επιπτώσεις παρά αυστηροί. Να ανταμείβεται η βελτίωση της συμπεριφοράς. Οι πολιτικές κατά της σχολικής βίας, οι κανόνες, και οι προσδοκίες συμπεριφοράς (π.χ., κώδικας καλής συμπεριφοράς) πρέπει να παρουσιάζονται με σαφήνεια και συστηματικότητα στους μαθητές. Πρέπει επίσης να προωθηθούν οι νέοι κανονισμοί περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, οι οποίοι περιλαμβάνουν ένα ευρύ πλαίσιο πρόληψης και διαχείρισης φαινομένων βίας, παραβατικότητας και αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Αξίζει να σημειωθεί πως το προσχέδιο των κανονισμών έχει συνταχθεί το 2017 και από τότε επανεμφανίστηκε πριν μερικούς μήνες.
  • Συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων: Συστηματική συνεργασία και δίαυλοι επικοινωνίας (π.χ., ενημερωτικά δελτία, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σχολικές εκδηλώσεις, ενημερωτικές βραδιές, ομάδες σχεδιασμού) μεταξύ σχολείου, μαθητών και οικογένειας. Στόχος της ενεργούς εμπλοκής είναι η δέσμευση όλων των εμπλεκομένων στην υλοποίηση των προληπτικών δράσεων. Η συχνή αλληλεπίδραση μεταξύ εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων/ κηδεμόνων αποτελεί τη βάση για την αμοιβαία εμπιστοσύνη και προωθεί τη δημιουργία ασφαλούς σχολικής ατμόσφαιρας.
  • Επίβλεψη σχολικού χώρου και αναφορά περιστατικών: Ενεργός εμπλοκή των μαθητών στην επαρκή εποπτεία του σχολικού χώρου με θεσμούς όπως «συγκαλυμμένοι παρατηρητές» ή προγράμματα ενημέρωσης όπως «ΜΗΝ το αφήσεις να περάσει απαρατήρητο». Πρέπει να είναι ξεκάθαρο σε ποιο άτομο (υπεύθυνος εκπαιδευτικός) πρέπει να αναφέρουν οι μαθητές πιθανά περιστατικά εκφοβισμού. Οι εκπαιδευτικοί μέσα από επαρκή επιμόρφωση πρέπει να είναι καταρτισμένοι στο πως να εντοπίζουν φαινόμενα σχολικής βίας και να γνωρίζουν υφιστάμενα πρωτόκολλα διαχείρισης περιστατικών εκφοβισμού.
  • Δημιουργία μηχανισμών εντοπισμού περιστατικών βίας: Επείγει η ενδυνάμωση του μηχανισμού ανίχνευσης τέτοιων περιστατικών (σχολικής βίας και εκφοβισμού) και καταχώρισή τους, σε μια κεντρική βάση δεδομένων, στην οποία θα μπορούν να έχουν πρόσβαση οι εμπλεκόμενοι. Έτσι θα υπάρχουν επίσημα πλέον, καταγεγραμμένα τα περιστατικά και με βάση αυτά θα καταρτίζεται και ανάλογο πρόγραμμα στήριξης και αντιμετώπισης.

Αυτές είναι κάποιες εισηγήσεις που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε ένα στρατηγικό σχεδιασμό αντιμετώπισης της βίας και της παραβατικότητας. Εκείνο που δεν μπορεί να αγνοηθεί, είναι το γεγονός πως τα σχολεία χρειάζονται στήριξη άμεσα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί και τεκμηριωθεί, η παραβατικότητα προκαλεί δυσλειτουργικότητα στα μέλη και στον οργανισμό του σχολείου με αρνητικότατες συνέπειες. Επιβάλλονται άμεσες ενέργειες και πλάνο από την Πολιτεία, ώστε να δομηθούν οι σωστοί μηχανισμοί πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου. Χωρίς οικονομίστικες λογικές και με κύριο στόχο την ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων που ξεκάθαρα υπάρχουν. Η Πολιτεία οφείλει να καλέσει όλους τους εμπλεκόμενους φορείς σε διάλογο έτσι ώστε να καταρτιστεί εθνικό πλάνο αντιμετώπισης. Την ίδια ώρα, πρέπει να τροχοδρομηθεί η προώθηση των προτεινόμενων κανονισμών περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης που εκκρεμούν από το 2017 με αποκλειστική ευθύνη της Επίσημης Πλευράς. Επιβάλλεται ειλικρινής διάλογος και πρόθεση για ουσιαστική επένδυση στην άμβλυνση του φαινομένου. Με πραγματική στήριξη προς τους εκπαιδευτικούς και ουσιαστική εστίαση προς τους μαθητές και τους γονείς.

Μιχάλης Αλεξόπουλος, Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ

Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ

Αντρέας Θεοδώρου, Γενικός Αντιπρόσωπος ΠΟΕΔ, Αντιπρόεδρος Α.Κί.ΔΑ

 

 

 

 

[1] https://bit.ly/PARAVATIKOTITA1

[2] https://bit.ly/PARAVATIKOTITA2

[3] Ματσόπουλος, Α. (2009). Επιθετικότητα και βία στα σχολεία: στρατηγικές αντιμετώπισης. https://kmaked.pde.sch.gr/site/attachments/article/544/epithetikotita.pdf

[4] http://enimerosi.moec.gov.cy/ypp12608