Ανεξάρτητη Κίνηση Δασκάλων και Νηπιαγωγών

Έξι σχεδόν χρόνια μετά την ψήφιση του Νέου Σχεδίου Διορισμού στην εκπαίδευση και την ολοκλήρωση δύο εξεταστικών διαδικασιών (2017 και 2019), σύμφωνα με δημόσιες τοποθετήσεις του ΥΠΠΑΝ, εξετάζεται η επαναξιολόγηση της συχνότητας διεξαγωγής των εξετάσεων και η ισχύς που θα έχει η εξέταση για τους συμμετέχοντες. Σημειώνεται, πως με τα υφιστάμενα δεδομένα, οι γραπτές εξετάσεις διεξάγονται κάθε δύο χρόνια και η μοριοδότηση που λαμβάνει ένας υποψήφιος από τη γραπτή εξέταση ισχύει για δέκα χρόνια[1].

Πολύ πριν την ψήφιση του Νέου Σχεδίου, η Κυβέρνηση αλλά και η Βουλή είχε προειδοποιηθεί για σωρεία προβλημάτων που θα δημιουργούνταν από την εφαρμογή του νέου σχεδίου. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που είχαν εντοπισθεί και αναδειχθεί, ήταν η συνεχής ανακύκλωση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι θα εργάζονταν για ένα ή δύο χρόνια στα σχολεία μας και μετά θα αντικαθίστονταν από άλλους εκπαιδευτικούς. Στην περίπτωση που εκπαιδευτικοί πετύχαιναν να διοριστούν και για δεύτερη διετία τότε θα έκλειναν το λεγόμενο «30μηνο», εξασφαλίζοντας (δικαίως) εργοδότηση με το καθεστώς αορίστου χρόνου, υποχρεώνοντας την πολιτεία να τους εργοδοτεί στη συγκεκριμένη θέση για όσο είναι διαθέσιμη. Ήδη στη Δημοτική, Προδημοτική και Ειδική Εκπαίδευση, του χρόνου θα αυξηθούν κατά περίπου 50% οι αορίστου χρόνου εκπαιδευτικοί, μειώνοντας τις διαθέσιμες συμβάσεις που θα διεκδικηθούν από τους δύο καταλόγους.

Συνεπώς, έχει δημιουργηθεί το εξής παράδοξο: Είτε θα ανακυκλώνονται οι εκπαιδευτικοί κάθε δύο χρόνια έτσι ώστε να μην μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, είτε θα σταματήσει να έχει λόγο ύπαρξης το νέο σχέδιο και δεν θα υπάρχει λόγος διεξαγωγής εξετάσεων για τις ελάχιστες διαθέσιμες θέσεις.

Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του ΥΠΠΑΝ[2], η Κυβέρνηση φαίνεται να προτιμά και να εμμένει στην ανακύκλωση εκπαιδευτικών, εξετάζοντας μείωση της διάρκειας που ισχύει η μοριοδότηση των εξετάσεων σε πολύ μικρότερη, σε όμοια επίπεδα με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αυτό σημαίνει πως κάθε 1 ή 2 χρόνια οι υποψήφιοι θα πρέπει να παρακάθονται εξετάσεις, για να πετύχουν τον πολυπόθητο διορισμό ή αν το έχουν ήδη πετύχει, να μην απολυθούν. Παράλληλα, αυτή η εισήγηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει και ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα το οποίο έχει εντοπισθεί, τη σύγκριση και τη στάθμιση των βαθμολογιών των εξετάσεων που διεξάγονται σε διαφορετικές χρονιές. Από την εισήγηση που έχει εκφέρει ο ΥΠΠΑΝ, προκύπτει και το εξής παράδοξο. Ενώ στον δημόσιο τομέα, τυχόν επιτυχία στις εξετάσεις εξασφαλίζει απευθείας μονιμοποίηση, στην Εκπαίδευση θα συνεχίσει να προσφέρει εργοδότηση ορισμένου χρόνου (συμβάσεις ή ακόμη και αντικαταστάσεις).

Είναι εμφανές, πως η Κυβέρνηση συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους εκπαιδευτικούς ως αναλώσιμους, επιμένοντας να τους υποβάλλει σε μια επίπονη, χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία, μόνο για να τους αποβάλει από τα σχολεία μετά από ένα ή δύο χρόνια. Αυτή η αντιμετώπιση δεν έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις στους εκπαιδευτικούς αλλά και στο εκπαιδευτικό σύστημα και στους μαθητές. Εκπαιδευτικοί οι οποίοι διορίζονται για πρώτη φορά αποβάλλονται από τα σχολεία πριν καλά καλά προσαρμοστούν στη σχολική καθημερινότητα, αναγκάζοντάς τους παράλληλα να αναλώνουν τεράστιες προσπάθειες για να πετύχουν τον επαναδιορισμό τους. Με απλά λόγια, το εκπαιδευτικό σύστημα προσανατολίζεται να έχει αναλώσιμο ανθρώπινο δυναμικό, μιας χρήσης.

Η λύση για να αντιμετωπισθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι απλή, και είχε ακουστεί και πριν τη ψήφιση του ΝΣΔΕ το 2015. Ιδανικά, η διεξαγωγή εξετάσεων θα έπρεπε να καταργηθεί, αφού τίθεται υπό αμφισβήτηση κατά πόσο μία εξέταση μπορεί να εντοπίσει τον ικανότερο εκπαιδευτικό. Έχοντας όμως υπόψη μας πως σε ενδεχόμενη κατάργησή της θα σταθεί εμπόδιο η Κυβέρνηση αλλά και τα κοινοβουλευτικά κόμματα τα οποία εμμονικά υποστήριξαν τις εξετάσεις, μια μέση λύση είναι η εξέταση να είναι “pass or fail” και να μην χρησιμοποιείται για σκοπούς κατάταξης των υποψηφίων. Οι υποψήφιοι στον κατάλογο διορισίμων, θα πρέπει να πετύχουν στην εξέταση μία φορά για να συμπεριληφθούν στον κατάλογο και θα λαμβάνουν μόρια μόνο για τα εξής: Έτος κατάθεσης πτυχίου, βαθμό πτυχίου, εκπαιδευτική υπηρεσία, πρόσθετα προσόντα (μεταπτυχιακό/διδακτορικό) και εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας.

Παράλληλα, κρίνεται σημαντικό, η βαρύτητα του πτυχίου να αυξηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό και το επίπεδο / κατάταξη του πανεπιστημίου από το οποίο έχει αποφοιτήσει ο εκπαιδευτικός. Μια τέτοια παράμετρος σαφώς και θα διασφαλίσει δικαιότερη μοριοδότηση των υποψηφίων. Η εξεύρεση μιας φόρμουλας αξιολόγησης των πανεπιστημίων και επέκτασή της ως προς το σύστημα διορισίμων, θα αναγκάσει τα πανεπιστήμια να διατηρήσουν σε ψηλά επίπεδα τους κλάδους σπουδών που προσφέρουν και τα κριτήρια επιλογής των φοιτητών τους. Ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ως προς το επίπεδο των ακαδημαϊκών προγραμμάτων που προσφέρουν, μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει και αυτό θα ωθήσει τα πανεπιστήμια να καθιερώσουν αυστηρότερα κριτήρια αποδοχής φοιτητών, έτσι ώστε να βελτιώσουν την κατάταξή τους.

Επιπρόσθετα, θα πρέπει να διασφαλιστεί πως τα άτομα που διορίζονται από τους καταλόγους έχουν επαφή με το αντικείμενό τους. Άτομα τα οποία δεν έχουν εργαστεί σε δημόσιο ή αναγνωρισμένο ιδιωτικό σχολείο στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια και πλησιάζουν στον διορισμό, θα πρέπει να παρακολουθήσουν τακτά επιμορφωτικά μαθήματα την προηγούμενη χρονιά. Μια τέτοια λύση θα διασφαλίσει πως είτε τα άτομα που διορίζονται έχουν επαφή με το αντικείμενό τους είτε έχουν επιμορφωθεί πριν εισέλθουν σε σχολική τάξη.

Ταυτόχρονα, επιβάλλεται ο περιορισμός του αριθμού φοιτητών που προορίζονται για εκπαιδευτικοί. Σύμφωνα με τους KcKinsey & Company (2007)[3], τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα επιλέγουν τους εκπαιδευτικούς πριν αρχίσουν το πτυχίο τους στο Πανεπιστήμιο και περιορίζουν τις προσλήψεις για εκείνους που έχουν επιλεγεί. Το σκεπτικό εδράζεται στο γεγονός πως μια πιθανή αποτυχία περιορισμού του αριθμού των αποφοίτων από τα Πανεπιστήμια, οδηγεί αναπόφευκτα σε υπερπροσφορά υποψηφίων, που συνεπώς επηρεάζει αρνητικά το επίπεδο των εκπαιδευτικών.  Με τον έλεγχο ή τον περιορισμό των θέσεων που προσφέρονται στα πανεπιστήμια, έτσι ώστε η προσφορά να ανταποκρίνεται στη ζήτηση, επιτυγχάνουν να προσλαμβάνουν τους καλύτερους εκπαιδευτικούς. Η έκθεση Ευρυδίκη (2013)[4]  αναφέρει πως σχεδόν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν λάβει μέτρα παρακολούθησης της ισορροπίας στην προσφορά και στη ζήτηση εκπαιδευτικών, με στόχο να προεξοφλούν και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες πρόσληψης εκπαιδευτικών. Εξαίρεση αποτελούν η Γερμανόφωνη κοινότητα του Βελγίου, η Δανία, η Κύπρος, η Πολωνία και η Κροατία.

Συνοψίζοντας, οι κυβερνώντες πρέπει να αντιληφθούν πως η σταδιακή κατάργηση των εξετάσεων είναι αναπόφευκτη. Οι συνεχείς απέλπιδες προσπάθειες της επίσημης πλευράς για δημιουργία λόγου ύπαρξης των εξετάσεων μέσω της ανακύκλωσης εκπαιδευτικών μόνο προβλήματα, σύγχυση και αναστάτωση δημιουργούν. Παράλληλα, το ενδεχόμενο γκρεμίσματος όλου του οικοδομήματος αν υποψήφιοι κινηθούν νομικά εναντίων του είναι ορατό, κάτι που θα έχει καταστροφικές οικονομικές αλλά και εκπαιδευτικές συνέπειες. Το κράτος οφείλει να σταματήσει να αντιμετωπίζει τους εκπαιδευτικούς ως αναλώσιμους και να εξεύρει δίκαιες, ουσιαστικές και ανθρώπινες λύσεις, σε ένα πρόβλημα που το ίδιο έχει δημιουργήσει.

 

Λεωνίδας Χατζηλοΐζου, Οργανωτικός Γραμματέας ΠΟΕΔ, Οργανωτικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ

Μιχάλης Αλεξόπουλος, Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ, Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ

 

 

[1] http://www.cylaw.org/nomoi/enop/ind/1969_1_10/section-scc72caffc-bd13-a094-ab9c-913511fcca3b.html

[2] https://www.philenews.com/koinonia/eidiseis/article/1197359

[3] McKinsey & Company (2007).  How the world's best-performing school systems come out on top.

[4] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, EACEA, Eurydice, 2013. Αριθμοί Κλειδιά για Εκπαιδευτικούς και Διευθυντές

Σχολείων στην Ευρώπη. Έκδοση 2013. Έκθεση Ευρυδίκη. Λουξεμβούργο: Γραφείο Δημοσιεύσεων

της Ευρωπαϊκής Ένωσης.